Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %κειμ%
25 εγγραφές [11 - 20]
κειμηλιακός -ή -ό [kimiliakós] Ε1 : που αναφέρεται στο κειμήλιο, σε νεό τερη χρήση, αντί του μουσειακός.

[λόγ. κειμήλι(ον) -ακός]

κειμήλιο το [kimílio] Ο40 : αντικείμενο του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος που θεωρείται πολύτιμο λόγω της ιστορικής ή συναισθηματικής του αξίας και που φυλάγεται ως ενθύμιο: Kειμήλια της Επανάστασης του ΄21. Οικογενειακό ~.

[λόγ. < αρχ. κειμήλιον]

μικροαντικείμενο το [mikroandikímeno] Ο40 : αντικείμενο με μικρές διαστάσεις, συνήθ. ευτελούς αξίας.

[λόγ. μικρο- 1 + αντικείμενον]

παρακείμενος ο [parakímenos] Ο20α : (γραμμ.) αρκτικός χρόνος του ρήματος, που δηλώνει μια ενέργεια συντελεσμένη στο παρελθόν η οποία όμως εξακολουθεί να υφίσταται ως αποτέλεσμα και στο παρόν: Ο ~ κι ο υπερσυντέλικος σχηματίζονται περιφραστικά με το ρήμα “έχω”.

[λόγ. < ελνστ. παρακείμενος (ενν. χρόνος)]

παρακείμενος -η -ο [parakímenos] Ε5 : (λόγ.) που βρίσκεται δίπλα σε κτ. άλλο, σε κπ. άλλο, διπλανός: Στον παρακείμενο χώρο θα ανεγερθεί πολυκατοικία. Aπό την έκρηξη έσπασαν τα τζάμια στις παρακείμενες οικοδομές.

[λόγ. < αρχ. παρακείμενος]

προκείμενος -η -ο [prokímenos] Ε5 : (λόγ.) που βρίσκεται μπροστά σε κπ. ή σε κτ.: Ο ~ χώρος. Tο προκείμενο κτίριο. || (λογ.) Οι προκείμενες προτάσεις, οι δύο πρώτες προτάσεις ενός συλλογισμού. || (ως ουσ.) το προκείμενο, το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος, συζήτηση: Έρχομαι / έλα στο προκείμενο. (έκφρ.) επί του προκειμένου / (λόγ.) εν προκειμένω, για το (συγκεκριμένο) θέμα που γίνεται λόγος, συζήτηση.

[λόγ. < αρχ. προκείμενος, μπε. του πρόκειμαι]

προκειμένου [prokiménu] : στη συνδεσμική έκφραση ~ να…, αν, εφόσον πρόκειται, μέλλει να συμβεί κτ.: ~ να γίνει φασαρία, προτιμώ να υποχωρήσω. ~ να πετύχει, δε λογαριάζει τίποτα.

[λόγ. < αρχ. προκειμένου γεν. ουδ. της μπε. προκείμενος]

πρόσκειμαι [próskime] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. προσκείμενος : 1. (λόγ.) συμμερίζομαι τις απόψεις, τις ιδέες κάποιου, διάκειμαι φιλικά απέναντί του, είμαι με το μέρος του, οπαδός του: Πολιτικά / ιδεολογικά πρόσκειται στην αριστερά / στη δεξιά. Παράταξη / εφημερίδα που πρόσκειται στην κυβέρνηση / στην αντιπολίτευση. 2. (μπε.) α. που βρίσκεται κοντά σε κπ. ή σε κτ., συνεχόμενος: Προσκείμενοι χώροι. || (μαθημ.) Προσκείμενες γωνίες, που έχουν την ίδια κορυφή, μία πλευρά κοινή και βρίσκονται εκατέρωθεν αυτής της κοινής πλευράς. β. που διάκειται φιλικά προς κπ., που είναι με το μέρος του: H πληροφορία προέρχεται από κύκλους προσκείμενους στην κυβέρνηση. Ο τύπος ο προσκείμενος στην αντιπολίτευση γράφει πάλι για οικονομικά σκάνδαλα. || (ως ουσ.).

[λόγ. < αρχ. πρόσκειμαι]

σύγκειμαι [síngime] Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) είμαι σύνθετος, αποτελούμαι από πολλά μέρη, συνίσταμαι.

[λόγ. < αρχ. σύγκειμαι]

υπέρκειμαι [ipérkime] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. υπερκείμενος : (λόγ.) βρίσκομαι πάνω από κτ. άλλο, συνήθ. στη μπε.: Tα υπερκείμενα στρώματα του εδάφους.

[λόγ. < αρχ. ὑπέρκειμαι, μπε. ὑπερκείμενος]

< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες