Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
575 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δασκαλίστικος -η -ο [δaskalístikos] Ε5 : που συμπεριφέρεται με τρόπο σχολαστικό και στενοκέφαλο, που κάνει υποδείξεις και συστάσεις με ύφος που δε σηκώνει αντίλογο.
δασκαλίστικα ΕΠIΡΡ. [δάσκαλ(ος) -ίστικος]
- δασκαλοπαίδι το [δaskalopéδi] Ο44α : (οικ.) παιδί δασκάλου.
[δάσκα λ(ος) + παιδ(ί) -ι]
- δάσκαλος ο [δáskalos] Ο20α θηλ. δασκάλα [δaskála] Ο25α : 1α. αυτός που διδάσκει κπ., που ακολουθώντας μια διδακτική μέθοδο μεταδίδει σε μαθητή συστηματοποιημένες γνώσεις: ~ της μουσικής / του χορού / της οδήγησης. Παίρνουν δάσκαλο στο σπίτι. || (ειδικότ.) αυτός που διδάσκει στο δημοτικό σχολείο. ΦΡ βρίσκω το δάσκαλό μου, για κπ. επιτήδειο και ικανό που υποσκελίζεται από άλλον ικανότερό του. απ΄ τ΄ αυτί και στο δάσκαλο, αμέσως, χωρίς καθυστέρηση και με πειθαναγκασμό. ΠAΡ Δάσκαλε που δίδασκες* και νόμο δεν εκράτεις. M΄ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις, οι συναναστροφές, οι επαφές με μεγαλύτερους και εμπειρότερους διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των νεοτέρων, συνήθ. όταν οι επιδράσεις αυτές είναι αρνητικές. || Mη μου κάνεις εμένα το δάσκαλο. β. αυτός που ως δάσκαλος έχει την ιδιαίτερη ικανότητα να μεταδίδει γνώσεις, να είναι σαφής και κατανοητός: Είναι πολύ καλός επιστήμονας, αλλά κακός ~. 2α. αυτός που με το έργο του ή με την προσωπικότητά του επηρεάζει και καθοδηγεί: Ευτύχησα να έχω στο πανεπιστήμιο σπουδαίους δασκάλους. Ο Kουν υπήρξε μεγάλος ~ του θεά τρου. Δάσκαλε, ως τιμητική προσφώνηση. β. αυτός που είναι έμπειρος, πολύ ικανός ή επιδέξιος σε κτ.: Είναι ~ στο τένις / στην ψευτιά.
δασκαλάκος ο YΠΟKΟΡ 1. ο νεαρός και συνήθ. άπειρος δάσκαλος. 2. περιφρονητικά, ο ανεπαρκής δάσκαλος. δασκαλίτσα η YΠΟKΟΡ 1. η νεαρή και συνήθ. άπειρη δασκάλα. 2. περιφρονητικά, η ανεπαρκής δασκάλα. [1: μσν. δάσκαλος < αρχ. διδάσκαλος με απλολ. [δiδa > δa] · 2: λόγ. σημδ. γαλλ. maître· δάσκαλ(ος) -α· δάσκαλ(ος) -άκος· δασκάλ(α) -ίτσα]
- δεκάλεπτος 1 -η -ο [δekáleptos] Ε5 : που διαρκεί δέκα λεπτά: Δεκάλεπτο διάλειμμα. || (ως ουσ.) το δεκάλεπτο, χρονικό διάστημα δέκα λεπτών: Θα έρθω σε ένα δεκάλεπτο.
[λόγ. δεκα- + λεπτ(όν) 2 -ος]
- δεκάλεπτος 2 -η -ο : (παρωχ.) που έχει αξία ίση με δέκα λεπτά της δραχμής. || (ως ουσ.) το δεκάλεπτο, νόμισμα αξίας δέκα λεπτών· δεκάρα.
[λόγ. δεκα- + λεπτ(όν) 1 -ος]
- δεκάλιτρος -η -ο [δekálitros] Ε5 : που έχει χωρητικότητα δέκα λίτρων: Δεκάλιτρο δοχείο. || (ως ουσ.) το δεκάλιτρο, μονάδα χωρητικότητας που ισούται με δέκα λίτρα.
[λόγ. < αρχ. δεκάλιτρος]
- δεκάλογος ο [δekáloγos] Ο20α : 1. το σύνολο των δέκα εντολών που έδωσε ο Θεός στο Mωυσή. 2. σύνολο δέκα κανόνων, οδηγιών ή διατάξεων: Ο ~ του καλού μαθητή.
[λόγ. < ελνστ. δεκάλογος ἡ μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος]
- δενδροκαλλιέργεια η [δenδrokaliérjia] Ο27 : συστηματική καλλιέργεια κυρίως οπωροφόρων δέντρων.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + -καλλιέργεια μτφρδ. γαλλ. arboriculture]
- δενδροκαλλιεργητής ο [δenδrokalierjitís] Ο7 : αυτός που καλλιεργεί δέντρα.
[λόγ. δένδρ(ον) -ο- + καλλιεργητής]
- δημοδιδασκαλικός -ή -ό [δimoδiδaskalikós] Ε1 : (λόγ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στο δημοδιδάσκαλο, διδασκαλικός.
[λόγ. δημοδιδάσκα λ(ος) -ικός]