Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ιστ%
1.710 εγγραφές [1 - 10]
-ίστας [ístas] θηλ. -ίστρια [ístria] & -ίστα [ísta] : 1. επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει το πρόσωπο που: α. παίζει επαγγελματικά (ή ερασιτεχνικά) το μουσικό όργανο που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (ακορντεόν) ακορντεονίστας, (άρπα) αρπίστας και αρπίστρια, (βιολοντσέλο) βιολοντσελίστας, (κλαρίνο) κλαρινίστας, (κιθάρα) κιθαρίστας, (κορνέτα) κορνετίστας, (όμποε) ομποΐστας, (πιάνο) πιανίστας και πιανίστρια, (σαξόφωνο) σαξοφωνίστας, (φλάουτο) φλαουτίστας. || (προφ.) βιολίστας αντί βιολιστής. || καντσονετίστας. β. επιδίδεται στο άθλημα που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (τένις) τενίστας, (μπάσκετ μπολ) μπασκετμπολίστας και μπασκετμπολίστρια. || ανάλογα (άλμα τριπλούν) τριπλουνίστας· ακοντίστας αντί του ακοντιστής. γ. επιδίδεται στο είδος της τέχνης που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (ακουαρέλα) ακουαρελίστας, (μακέτα) μακετίστας· γραφίστας. || (μανικιούρ) μανικιουρίστας. 2. σε ουσιαστικά που δηλώνουν το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα που δίνει η πρωτότυπη λέξη: (χιούμορ) χιουμορίστας, (στιλ) στιλίστας· αριβίστας, τουρίστας, φασίστας. || καπιταλίστας - καπιταλιστής· αρτίστας θηλ. αρτίστα.

[ιταλ. μετουσ. επίθημα -ista επαγγελμ. ουσ. (αρσ. και θηλ.) και γενικότερα ουσ. που δηλώνουν τον οπαδό θρησκείας, θεωρίας, πολιτικού ηγέτη ή αυτόν που ασκεί μια τέχνη ή ένα άθλημα < λατ. -ista, -istes < αρχ. μεταρ. επίθημα -ισ-τής (κιθάρ-α `μικρή άρπα΄ > κιθαρ-ίζ-ω > κιθαρ-ισ-τής): πιαν-ίστας (πιάν-ο) < ιταλ. pianista (< piano), κιθαρ-ίστας (κιθάρ-α) < ιταλ. chitarrista (< chitarra < αρχ. κιθάρα μέσω των αραβ.), στιλ-ίστας (στιλ) < ιταλ. stilista (< stile), και επέκτ. σε λ. όχι ιταλ. προέλ.: μπασκετμπολ-ίστας (< μπάσκετ μπολ) (δες και -ιστής)· λόγ. -ίσ(τας) -τρια· -ίστας > -ίστα με αποβ. του για δήλωση θηλ. γένους]

-ιστής 1 [istís] θηλ. -ίστρια [ístria] : επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών· δηλώνει τον οπαδό ή το θιασώτη μιας θεωρίας ή του δημιουργού της ή το μελετητή ενός έργου, μιας γλώσσας, φιλολογίας κτλ. τα οποία δίνει το ουσιαστικό της πρωτότυπης λέξης: ανθρωπιστής, βουδιστής, διεθνιστής, δημοτικιστής, εβραϊστής, εθνικιστής, ειρηνιστής, ελληνιστής, θετικιστής, ιδεαλιστής, ομηριστής, παλαμιστής, σολωμιστής.

[λόγ. < ελνστ. μετουσ. επίθημα -ιστής σε ουσ. που δηλώνουν μέλη θρησκευτικών ενώσεων ή οπαδούς ατόμων ή θεωριών (< αρχ. μεταρ. επίθημα -τής σε ρ. σε -ίζω, δηλωτικό ενέργειας, απασχόλησης, επαγγέλματος: αρχ. κομισ-τής < κομ-ίζω, ελνστ. βαπτισ-τής < βαπτ-ίζω, πρβ. και μετουσ. αρχ. -ιστής: αρχ. κολλυβ-ιστής `αργυραμοιβός΄ < κόλλυβ-ον `μικρό νόμισμα΄): ελνστ. Παναθηνα-ϊσταί `που γιορτάζουν τα Παναθήναια΄, Bακχ-ισταί `λατρευτές του Bάκχου΄, μσν. συναξαρ-ιστής `συγγραφέας συναξαρ-ίων΄ & γαλλ., αγγλ., γερμ. μετον. και σπάν. μεταρ. επίθημα -ist(e), -ista < λατ. -ista, -istes < αρχ. -ισ-τής: ηδον-ιστής < αγγλ. hedonist ή γαλλ. hédoniste, δαρβιν-ιστής < αγγλ. Darwinist και σε μτφρδ.: ειρην-ιστής < γαλλ. pacifiste και ιδίως σε αντιστοιχία με αφηρ. ουσ. σε -ισμός: διεθν-ιστής < διεθν-ισμός, υλ-ιστής < υλ-ι σμός (δες και -ίστας)· λόγ. -ισ(τής) -τρια]

-ιστί [istí] : επίθημα για το σχηματισμό επιρρημάτων από εθνικά συνήθ. ουσιαστικά· δηλώνει τη χρήση στο γραπτό ή προφορικό λόγο της γλώσσας που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (Άγγλος) αγγλιστί, (Γάλλος) γαλλιστί, (Έλληνας) ελληνιστί, (Λατίνος) λατινιστί. || (βάρβαρος) βαρβαριστί, (παπαγάλος) παπαγαλιστί.

[λόγ. < αρχ. μετον. επίθημα επιρρ. δηλωτικό ομιλίας -ιστί: αρχ. βαρβαρ-ιστί, ελνστ. Ἑβρα-ϊστί]

-ίστικος -ίστικη -ίστικο [ístikos] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά· προσδιορίζουν πράγμα ή συμπεριφορά που ανήκει ή ταιριάζει στο σημαινόμενο από την πρωτότυπη λέξη: (αγόρι) αγορίστικος, (κορίτσι) κοριτσίστικος, (κούκλα) κουκλίστικος. || συνήθ. και με μειωτική, ειρωνική σημασία· (πρβ. -ίσιος): (γυναικούλα) γυναικουλίστικος, (θεατρίνος) θεατρινίστικος, (μαμά - μαμάδες) μαμαδίστικος, (νοικοκύρης) νοικοκυρίστικος.

[μεταρ. επίθημα κτητ. επιθ. -τικος στο συνοπτ. θ. -ισ- μετουσ. ρ. σε -ίζω: παπαγάλ(ος) > παπαγαλ-ισ- (παπαγαλ-ίζω) > παπαγαλίσ-τικος, μωρουδ(άκι) > μωρουδ-ισ- (μωρουδ-ίζω) > μωρουδίσ-τικος, και δημιουργία νέου μετουσ. επιθήματος επιθέτων -ίστικος: κοριτσ-ίστικος (< κορίτσ-ι)]

-ιστικός 1 -ιστική -ιστικό [istikós] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά (συνήθ. σε συνδυασμό με τα ουσ. σε -ισμός)· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (αταβισμός) αταβιστικός, (φουτουρισμός) φουτουριστικός, (υπαρξισμός) υπαρξιστικός, (κολεκτίβα) κολεκτιβιστικός.

[λόγ. < αρχ. σύνθετο μετουσ. και μεταρ. επίθημα κτητ. επιθ. -ισ-τικός < μεταρ. ουσ. σε -ισ-τής (δες λ.) και μετον. ρήματα σε -ίζω: αρχ. σοφ-ιστής (< σοφ-ίζομαι) > σοφ-ισ-τικός, χαρακτηρ-ίζω > χαρακτηρ-ισ-τικός & γαλλ. -istique, -iste, αγγλ. -istic, -istical, γερμ. -istisch < λατ. -isticus < αρχ. -ιστ-ικός, και σε συνδυασμό με το επίθημα -ισμός < -ismus < ελνστ. -ισμός: νεοελλ. ελλην-ιστικός < γερμ. hellenistisch < Hellenismus (διαφ. το ελνστ. ἑλ λην-ισμός `χρήση ελληνικού ύφους΄), αταβ-ιστικός (αταβ-ισμός) < αγγλ. atavistic (< atavism)]

-ιστος 2 -ιστη -ιστο [istos] : επίθημα λόγιας προέλευσης για το σχηματισμό του μονολεκτικού απόλυτου υπερθετικού βαθμού ορισμένων επιθέτων: (μέγας - μεγάλος) μέγιστος, (κακός) κάκιστος· άριστος, ελάχιστος.

[λόγ. < αρχ. επίθημα επιθ. υπερθετικού βαθμού -ιστος: αρχ. μέγ-ι στος, υπερθετικό του μέγ-ας]

-τής [tís] & -της [tis] & -ητής [itís] ή -ήτης [ítis] & -ωτής [otís] & -στής [stís] ή -στης [stis] & -ιστής 2 [istís] & -κτής [ktís] ή -κτης [ktis] & -πτης [ptis] & -φτης [ftis] & -χτής [xtís] ή -χτης [xtis] ανάλογα με το χαρακτήρα του αοριστικού θέματος του ρήματος από το οποίο παράγεται, θηλ. κυρίως -τρια*, τρα 1* στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων συνήθ. από ρήματα· δηλώνει: I1. γενικά το πρόσωπο που ενεργεί, που κάνει αυτό που εκφράζει η πρωτότυ πη λέξη: (κρίνω) κριτής, (ανιχνεύω) ανιχνευτής· (διώκω) διώκτης· (κατη χώ) κατηχητής, (συνομιλώ) συνομιλητής, (υποκινώ) υποκινητής, (φοιτώ) φοιτητής· (κυβερνώ) κυβερνήτης· (διαδηλώνω) διαδηλωτής, (διοργανώνω) διοργανωτής, (ελευθερώνω) ελευθερωτής, (θεμελιώνω) θεμελιωτής, (καταναλώνω) καταναλωτής· (εξετάζω) εξεταστής· (ψήνω) ψήστης· (ρυθμίζω) ρυθμιστής· (υποστηρίζω) υποστηρικτής· (παίζω) παίκτης· (κόβω) κόπτης· (κλέβω) κλέφτης· (βουτώ) βουτηχτής· (σφάζω) σφάχτης. 2. ειδικότερα δηλώνει πρόσωπο με επάγγελμα ή ιδιότητα σχετικά με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (διακοσμώ) διακοσμητής, (μεταφράζω) μεταφραστής, (εκφωνώ) εκφωνητής, (προπονώ) προπονητής, (πωλώ) πωλητής· (οραματίζομαι) οραματιστής, (συνδικαλίζομαι) συνδικαλιστής· (συντάσσω) συντάκτης, (χαράζω) χαράκτης, (χτίζω) χτίστης. II. όργανο, εργαλείο, συσκευή, αντικείμενο κτλ. κατάλληλο για την εργασία που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (δείχνω) δείκτης, (μετασχηματίζω) μετασχηματιστής, (μετρώ) μετρητής, (εκτυπώνω) εκτυπωτής, (πλά θω) πλάστης, (τρίβω) τρίφτης, (στύβω) στύφτης, (φράζω) φράχτης.

[αρχ. & λόγ. < αρχ., κοινό μεταρ. επίθημα -της, -τής παραγωγικό δραστικών ουσ.: αρχ. κρι-τής, κυβερνή-της, μισθω-τής, πολεμισ-τής (πολεμίζω < πόλεμος), ελνστ. χαράκ-της (χαράσσω), αρχ. κλέπ-της (κλέπτω), σπάν. μετον.: αρχ. τοξό-της, και σε υποκατάσταση του επιθήματος -τήρ: αρχ. τρυγη-τήρ > ελνστ. τρυγη-τής· -φτης: ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · -χτής: ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

-τικός -τική -τικό [tikós] & -ητικός -ητική -ητικό [itikós] & -ωτικός -ωτική -ωτικό [otikós] & -στικός -στική -στικό [stikós] & -ιστικός 2 -ιστική -ιστικό [istikós] θηλ. (οικ.) & -τικιά [tiá], -ητικιά [itiá], -ωτικιά [otiá], -στικιά [stiá], -ιστικιά [istiá], ανάλογα με το χαρακτήρα του αοριστικού θέματος του ρήματος από το οποίο παράγεται : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων συνήθ. από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα στοιχεία που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη, είναι κατάλληλο γι΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (απαγορεύω) απαγορευτικός, (επιβαρύνω) επιβαρυντικός· (βοηθώ) βοηθητικός, (παρηγορώ) παρηγορητικός· (εκτυπώνω) εκτυπωτικός, (χαλαρώνω) χαλαρωτικός, (βεβαιώνω) βεβαιωτικός· (προβιβάζω) προβιβαστικός, (στεγάζω) στεγαστικός· (δροσίζω) δροσιστικός, (εξοργίζω) εξοργιστικός. || με ουσιαστικοποίηση ενός από τα τρία γένη του επιθέτου: ο δικαστικός· η διατακτική, προστακτική· το αποδεικτικό, δικαιολογητικό· ζυγιστικά.

[λόγ. < αρχ. μετουσ. επίθημα -τικός (< -ικός σε λ. με θ. σε -τ-: αρχ. ὑπηρετ-ικός, ἀθλητ-ικός) παραγωγικό επιθ.: αρχ. βοηθη-τικός, ὑπνω-τικός]

-τος -τη -το [tos] & -ητος -ητη -ητο [itos] & -ωτος -ωτη -ωτο [otos] & -ιστος 1 -ιστη -ιστο [istos] ανάλογα με το συνοπτικό θέμα του ρήματος από το οποίο σχηματίζονται : επίθημα για το σχηματισμό προπαροξύτονων ρηματικών επιθέτων με στερητική σημασία, συχνά με το στερητικό α- 1· συνήθ. δηλώνει: 1. ότι δεν μπορεί να ισχύσει για το προσδιοριζόμενο αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το ρήμα από το οποίο παράγεται (δεν υπάρχει αναγκαστικά θετικός τύπος σε -τός): αχώνευτος· αναρίθμητος, που δεν μπορεί να αριθμηθεί· ασήκωτος· ακανόνιστος. || δυσκολοαπόκτητος, ευκολοδίδακτος, που δύσκολα, εύκολα αποχτιέται, διδάσκεται· αβαθμολόγητος, ανεξήγητος, αψυχολόγητος. 2. ότι το προσδιοριζόμενο δεν έχει υποστεί τη διαδικασία, την ενέργεια που συνεπάγεται το ρήμα από το οποίο παράγεται· στην περίπτωση αυτή το επίθετο λειτουργεί ως αντίθετο παθητικών μετοχών σε -μένος: άδετος, ακαλλιέργητος, αμάσητος, ασιδέρωτος, αστέγνωτος, ασφράγιστος, αφορολόγητος, αχτένιστος. ANT δεμένος, καλλιεργημένος κτλ.

[αρχ. -τος κυρ. μεταρ. επίθημα παραγωγικό παθ. επιθ.: αρχ. ἀκίνη-τος, ἄλυ-τος]

-τός -τή -τό [tós] & -ητός -ητή -ητό [itós] & -ετός -ετή -ετό [etós] & -ωτός 2 -ωτή -ωτό [otós] & -στός -στή -στό [stós] & -ιστός -ιστή -ιστό [istós] & -φτός -φτή -φτό [ftós] & -χτός -χτή -χτό [xtós] ανάλογα με το συνοπτικό θέμα του ρήματος από το οποίο σχηματίζονται : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ρήματα. I1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα: (υποφέρω) υποφερτός· (απαιτώ) απαιτητός, (αριθμώ) αριθμητός· (επαινώ) επαινετός· (βιδώνω) βιδωτός· (σπάζω) σπαστός· (κουρδίζω) κουρδιστός· (τρίβω) τριφτός· (ρίχνω) ριχτός. β. είναι άξιο γι΄ αυτό που εκφράζει το ρήμα, συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία για να ισχύσει αυτό που εκφράζει το ρήμα: αγαπητός, αρεστός, επιθυμητός, μισητός, ποθητός, που τον αγαπούν, που αξίζει να τον αγαπούν κτλ. γ. γίνεται, ισχύει, λειτουργεί με τον τρόπο που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (κλαψουρίζω) κλαψουριστός, (συλλαβίζω) συλλαβιστός, (τραβώ) τραβηχτός. 2. αποδίδει στο προσδιοριζόμενο ένα μόνιμο και σταθερό διακριτικό του χαρακτηριστικό σε αντίθεση με την παθητική μετοχή σε -μένος του ίδιου ρήματος (με την επιλογή της οποίας εξυπακούεται συνήθ. και δήλωση του ποιητικού αιτίου): (κομματιάζω) κομματιαστός, (πλέκω) πλεχτός, (σφραγίζω) σφραγιστός, (σχίζω) σχιστός, (χτυπώ) χτυπητός. || κάποτε καταλήγει να συμπίπτει στη χρήση με την παθητική μετοχή σε -μένος, -όμενος του ίδιου ρήματος, παρόλο που η βασική τους διαφορά εξακολουθεί στην ουσία να υπάρχει: (επιτρέπω) επιτρεπτός - επιτρεπόμενος, (σκαλίζω) σκαλιστός - σκαλισμένος. 3. σε περιφραστική παθητική σύνταξη: γίνεται δεκτό / αντιληπτό κτλ., το δέχονται / το αντιλαμβάνονται κτλ. II. με ουσιαστικοποίηση ενός από τα τρία γένη του επιθέτου: ο συρτός· η μπηχτή, τρυπητή· το βραστό, πλεχτό, υφαντό.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. -τός κυρ. μεταρ. επίθημα παραγωγι κό επιθ.: αρχ. ἀριθμη-τός `που μπορεί να μετρηθεί΄, ελνστ. σφραγισ-τός, αρχ. πλεκ-τός, ελνστ. (μετον.) μεταξ-ωτός· -φτός: ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · -χτός: ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...171   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες