Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
753 εγγραφές [691 - 700] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρομοκράτηση η [tromokrátisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τρομοκρατώ: H ~ της υπαίθρου από ληστρικές ομάδες. H ~ των μαθητών με την απειλή της αποβολής, εκφοβισμός.
[λόγ. τρομοκρατη- (τρομοκρατώ) -σις > -ση]
- τροποποίηση η [tropopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τροποποιώ: Θα γίνει ~ του οικοδομικού κανονισμού. ~ του αρχικού σχεδίου δράσης.
[λόγ. τροποποιη- (τροποποιώ) -σις > -ση]
- τροφοδότηση η [trofoδótisi] Ο33 : η ενέργεια του τροφοδοτώ. 1. συστηματική παροχή τροφίμων σε οργανωμένα σύνολα ανθρώπων· τροφοδοσία1: Εξασφαλίστηκε η ομαλή ~ της αγοράς με φρούτα / με κρέας. 2α. παροχή των υλικών ή των μέσων που είναι αναγκαία για τη λειτουργία ενός μηχανήματος, συστήματος, οργανισμού κτλ.: H ~ του κινητήρα με καύσιμα. H ~ της εταιρείας με ξένα κεφάλαια. β. (μτφ.) εξασφάλιση των προϋποθέσεων για τη διατήρηση μιας κατάστασης: H ~ του ενδιαφέροντος του κοινού για το βιβλίο. 3. (αθλ.) το πέρασμα της μπάλας από παίκτη σε συμπαίκτη.
[λόγ. τροφοδοτη- (τροφοδοτώ) -σις > -ση]
- τροχοδρόμηση η [troxoδrómisi] Ο33 : η ενέργεια του τροχοδρομώ.
[λόγ. τροχοδρομη- (τροχοδρομώ) -σις > -ση]
- τροχοπέδηση η [troxopéδisi] Ο33 : το φρενάρισμα, κυρίως στο τρένο.
[λόγ. τροχοπεδη- (τροχοπεδώ) -σις > -ση]
- τυποποίηση η [tipopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τυποποιώ. 1. παραγωγή προϊόντων σύμφωνα με έναν ορισμένο τύπο: H ~ των ελληνικών κρασιών σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές. ~ εργασίας. 2. (μειωτ.) διαμόρφωση σύμφωνα με ένα πρότυπο και προσκόλληση σε αυτό: H ~ ενός καλλιτέχνη σε ορισμένα μόνο θέματα. H ~ του τρόπου διδασκαλίας αμβλύνει το ενδιαφέρον των μαθητών.
[λόγ. τυποποιη- (τυποποιώ) -σις > -ση]
- υγροποίηση η [iγropíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υγροποιώ: H ~ των ατμών.
[λόγ. υγροποιη- (υγροποιώ) -σις > -ση]
- υδροδότηση η [iδroδótisi] Ο33 : η παροχή νερού σε μια περιοχή μέσο δικτύου: Διακοπή της υδροδότησης. Aνωμαλίες στην ~ της πόλης λόγω συντήρησης του δικτύου.
[λόγ. υδροδοτη- (υδροδοτώ) -σις > -ση]
- υδρολίσθηση η [iδrolísθisi] Ο33 : ολίσθηση του αυτοκινήτου όταν, κάτω από ορισμένες συνθήκες, ανάμεσα στη ρόδα και στο έδαφος μεσολαβεί στρώμα νερού.
[λόγ. υδρ(ο)- + ολίσθη(σις) -ση]
- υιοθέτηση η [ioθétisi] Ο33 : η ενέργεια του υιοθετώ, συνήθ. σε μτφ. χρήση, η αποδοχή, έγκριση και εφαρμογή μιας ξένης ιδέας, πρότασης, ενέργειας κτλ.
[λόγ. < μσν. υιοθέτησις `υιοθεσία΄ < υιοθετη- (υιοθετώ) -σις > -ση και κατά τη σημ. της λ. υιοθετώ2]