Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ηθ%
162 εγγραφές [51 - 60]
επιμηθέας ο [epimiθéas] Ο21 : χαρακτηρισμός προσώπου που, όπως ο τιτάνας Επιμηθέας, ενεργεί χωρίς προνοητικότητα: Οι κυβερνώντες να είναι προμηθείς όχι επιμηθείς.

[λόγ. < αρχ. Ἐπιμηθεύς, αιτ. -έα]

επιστήθιος -α -ο [epistíθios] Ε6 : α.(λόγ.) που φοριέται πάνω στο στήθος: ~ σταυρός, που φορούν οι επίσκοποι ως ενδεικτικό του βαθμού τους. β. (μτφ.) πολύ αγαπητός: ~ φίλος.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιστήθιος]

ηθελημένος -η -ο [iθeliménos] Ε3 : για κτ. που γίνεται με πρόθεση· εκούσιος, θεληματικός, σκόπιμος, εσκεμμένος: Hθελημένη ενέργεια. ηθελημένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. (ἐ)θέλω, κατά το ημαρτημένος μτφρδ. γερμ. gewillt (σφαλερή δημιουργία: το ρ. έχει μόνο ενεργ. φωνή)]

ηθική η [iθikí] Ο29 : 1α. το σύνολο των θεσμοθετημένων κανόνων μιας κοινωνίας που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ατόμων με βάση το κοινωνικά αποδεκτό, το καλό και το κακό: Bικτοριανή ~ . Σύμφωνα με την παραδεδεγμένη ~. H ~ της αστικής τάξης στις αρχές του αιώνα. β. υποκειμενική αντίληψη και ατομική στάση απέναντι στη συγκεκριμένη κοινωνική ηθική: Aυτά είναι σύμφωνα με τη δική σου ~. || η ηθικότητα. || H ~ με τη στενή της έννοια, η σεξουαλική ηθική. 2α. κλάδος της φιλοσοφίας που εξετάζει και μελετά τις πράξεις των ανθρώπων ως προς τη θετική ή αρνητική τους αξία, που έχει δηλαδή για αντικείμενο την εκτιμητική κρίση, αφού αναφέρεται στη διάκριση του καλού και του κακού. β. η διδασκαλία περί ηθικής: H σωκρατική / η καντιανή ~. Xριστιανική ~. || το σύγγραμμα περί ηθικής.

[λόγ. < ελνστ. ἠθική ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἠθικός & σημδ. γαλλ. morale]

ηθικό το [iθikó] Ο38 (χωρίς πληθ.) : ψυχική διάθεση που κάνει τον άνθρωπο περισσότερο ή λιγότερο αισιόδοξο, θαρραλέο, αποφασιστικό απέναντι στις δυσκολίες, τους κινδύνους, τις αντίξοες περιστάσεις: Παρά τις κακουχίες διατηρεί ακμαίο το ~ του. Έχασε το ~ του. Aναπτερώθηκε το ~ μας. Tο ~ του στρατού ήταν ακμαιότατο. Yψηλό ~. H πείνα και οι κακουχίες τσάκισαν το ~ του στρατού.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ηθικός 2 σημδ. γαλλ. moral]

ηθικο- [iθiko] : το ουσ. ηθική ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: α. σε αντικειμενικά σύνθετα: ~διδάσκαλος. β. σε προσδιοριστικά σύνθετα: ~λόγος, ~λογία· ~λογώ. γ. σε παρατακτικά σύνθετα: ~θρησκευτικός.

[λόγ. θ. του ουσ. ηθικ(ή) -ο-]

ηθικοθρησκευτικός -ή -ό [iθikoθriskeftikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ηθική και τη θρησκεία ή στη θρησκευτική ηθική: Ομιλία ηθικοθρησκευτικού περιεχομένου.

[λόγ. ηθικο- + θρησκευτικός]

ηθικολογία η [iθikolojía] Ο25 : άποψη διακηρυγμένη συνήθ. με ζήλο, πάθος και στενό πνεύμα, για το τι είναι καλό ή κακό σύμφωνα με την τρέχουσα ηθική: Άφησε τώρα τις ηθικολογίες.

[λόγ. ηθικο- + -λογία απόδ. (παλαιότερη σημ.: `σύστημα φιλοσοφικής ηθικής΄) γαλλ. moralisation]

ηθικολογικός -ή -ό [iθikolojikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην ηθικολογία ή στον ηθικολόγο: Θα ήθελα να αποφύγω τον ηθικολογικό τόνο στις συμβουλές που δίνω στα παιδιά.

[λόγ. ηθικολόγ(ος) -ικός]

ηθικολόγος ο [iθikolóγos] Ο18 θηλ. ηθικολόγος [iθikolóγos] Ο35 : αυτός που ηθικολογεί, που σχολιάζει τις πράξεις των άλλων από στενή ηθική άποψη.

[λόγ. ηθικο- + -λόγος απόδ. γαλλ. moralisateur· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...17   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες