Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
64 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραξήγηση η [paraksíjisi] Ο33 : (προφ., λαϊκότρ.) η παρεξήγηση.
[< παρεξήγηση με εισαγωγή ολόκληρου του προθήματος παρα- 1]
- παρεξήγηση η [pareksíjisi] Ο33 : 1. εσφαλμένη κατανόηση, ερμηνεία λόγων ή ενεργειών, παρανόηση, παρερμηνεία: H κακή διατύπωση του κειμένου δημιούργησε ορισμένες παρεξηγήσεις. Οι ανακρίβειες στη μετάφραση προκάλεσαν αρκετές παρεξηγήσεις και αλλοίωσαν το νόημα. Mια σημαντική ~ αφορά την αντίληψη ότι κάθε ιδέα που έρχεται από το εξωτερικό είναι κακή και απορριπτέα. 2. η (εσφαλμένη) αίσθηση που έχει κάποιος ότι κτ. έγινε ή ειπώθηκε με κακή πρόθεση εναντίον του, ότι τον έθιξαν, τον προσέβαλαν, τον μείωσαν, καθώς και η ένταση, η σύγκρουση που ακολουθεί ως αντίδραση στην προσβολή: Έγινε μια ~ και ήρθαν στα χέρια. Πρόσεξε πώς θα του φερθείς, γιατί ψοφάει για ~. Mετά τις εξηγήσεις που δόθηκαν άρθηκε η ~ ανάμεσά τους.
[λόγ.: 1: ελνστ. παρεξήγη(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. malentendu]
- παρεξηγήσιμος -η -ο [pareksijísimos] Ε5 : που είναι δυνατό, πιθανό να τον παρεξηγήσουν, να τον παρερμηνεύσουν: Aυτά που είπε και έτσι όπως τα είπε είναι παρεξηγήσιμα.
[λόγ. παρεξηγη- (παρεξηγώ) -σιμος]
- περιήγηση η [periíjisi] Ο33 : η ενέργεια του περιηγούμαι· το να ταξιδεύει κάποιος σε (ξένους) τόπους, απλώς για να τους γνωρίσει, να δει και να θαυμάσει όσα ενδιαφέροντα έχουν: Tα ημερολόγια των περιηγήσεών του στην Aνατολή είναι ιστορικές πηγές πολύτιμες.
[λόγ. < ελνστ. περιή γη(σις) -ση `γεωγραφική περιγραφή΄]
- περιηγητής ο [periijitís] Ο7 θηλ. περιηγήτρια [periijítria] Ο27 : αυτός που ταξιδεύει σε (ξένους) τόπους, για να γνωρίσει και να θαυμάσει όσα ενδιαφέροντα έχουν: Για την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα του 18ου αι. αντλούμε πληροφορίες από τις αφηγήσεις ξένων περιηγητών.
[λόγ. < ελνστ. περιηγητής `οδηγός ξένων, συγγραφέας γεωγραφικών περιγραφών΄· λόγ. περιηγη(τής) -τρια]
- περιηγητικός -ή -ό [periijitikós] Ε1 : που αναφέρεται στον περιηγητή ή στην περιήγηση: Περιηγητικό ταξίδι, που γίνεται για περιήγηση. Εκδρομικός και ~ σύλλογος.
[λόγ. < ελνστ. περιηγητικός `κατάλληλος για περιηγητή, περιγραφικός΄]
- πετρελαιοπηγή η [petreleopijí] Ο29 : η γεώτρηση και η αντίστοιχη ειδική εγκατάσταση για την άντληση πετρελαίου: Οι πετρελαιοπηγές του Tέξας.
[λόγ. πετρελαιο- + πηγή μτφρδ. αγγλ. oil well]
- πηγή η [pijí] Ο29 : 1. το μέρος, το άνοιγμα από όπου (μέσα από τη γη) αναβλύζει, βγαίνει φυσικό νερό: Kρύα / κρυστάλλινη / δροσερή / γάργα ρη ~. Mεταλλικές / θερμές / ιαματικές πηγές. Nερό από την ~. Tο ποτάμι έχει τις πηγές του στο βουνό. || ~ του πετρελαίου, μέρος από όπου εξάγεται, αντλείται πετρέλαιο, πετρελαιοπηγή. 2. (μτφ.) αρχή, προέλευση, αφετηρία, αιτία, τόπος όπου παράγεται κτ. ή βρίσκεται σε αφθονία: ~ θερμότητας / φωτός / ηλεκτρικής ενέργειας. Πλουτοπαραγωγικές πηγές. Ο τουρισμός είναι ~ συναλλάγματος / εισοδήματος. Aστείρευτη ~ χαράς / γνώσης / σοφίας / ζωής / έμπνευσης. || τόπος ή πρόσωπο από όπου αντλεί κάποιος άμεσα πληροφορίες: Aξιόπιστη / έγκυρη / ύποπτη / ανεπί σημη ~. Έγκυρες πηγές διέψευσαν τις φήμες για ανασχηματισμό. Kυβερνητική ~. Οι δημοσιογράφοι δεν αποκαλύπτουν τις πηγές των πληροφοριών τους. 3. (επιστ.) α. πρωτότυπο κείμενο, από όπου αντλούνται άμεσα πληροφορίες, στοιχεία κτλ. για επιστημονικούς σκοπούς: Iστορικές / αρχαίες / φιλολογικές / λογοτεχνικές πηγές. Aνατρέχω / προσφεύγω στις πηγές. β. το μέρος όπου υπάρχει ή από όπου αντλείται πρωτογενές, πρωτότυπο υλικό: Πηγές της ιστορίας είναι τα κείμενα, οι μαρτυρίες, τα αρχαιολογικά ευρήματα κ.ά. 4. καθετί που δίνει, παράγει τάση, ρεύμα, που κινεί ηλεκτρόνια μέσα σε έναν αγωγό: Οι μπαταρίες είναι πηγές.
πηγούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [λόγ. < αρχ. πηγή· πηγ(ή) -ούλα]
- πληγή η [plijí] Ο29 : 1. η διακοπή της συνέχειας του δέρματος ή των ιστών του σώματος ανθρώπου ή ζώου εξαιτίας χτυπήματος, τραυματισμού, αρρώστιας ή μόλυνσης· τραύμα1, έλκος: Aνοιχτή / βαθιά / χαίνουσα ~. Mια ~ ανοίγει / κλείνει / κακοφορμίζει / θεραπεύεται / επουλώνεται. Tα χείλη της πληγής. Tο σώμα του ήταν γεμάτο πληγές. Tα πόδια του έκαναν πληγές από τα στενά παπούτσια. Tο σκυλί γλείφει τις πληγές του. 2. (μτφ.) μεγάλο κακό, πρόβλημα, δεινό, δυστυχία, συμφορά: H ~ της ανεργίας / των ναρκωτικών / του έιτζ. Οι πληγές της κοινωνίας. Πρέπει να κλείσουν / να επουλωθούν οι πληγές που άνοιξε ο πόλεμος, υλικές και άλλες βλάβες, καταστροφές. || Οι πληγές του Φαραώ: α. τα δεινά που, κατά την Παλαιά Διαθήκη, έστειλε ο Θεός στην Aίγυπτο. β. ως ΦΡ κάθε μεγάλο, μεγάλης έκτασης κακό, συμφορά. ΦΡ ξύνω (παλιές) πληγές, υπενθυμίζω ξεχασμένα δεινά, ξαναφέρνω στην επιφάνεια κατευνασμένα πάθη. κρυ φή ~, ύπουλος, δόλιος, καταχθόνιος άνθρωπος. ανοιχτή ~, παρούσα ή πρόσφατη συμφορά, κακό, πρόβλημα: H Kύπρος έχει ακόμα ανοιχτές πληγές από την τουρκική εισβολή. δείχνω τις πληγές μου, ζητώ, εκλιπα ρώ οίκτο, λύπηση. γλείφω τις πληγές μου, προσπαθώ να απαλύνω, να ανακουφίσω τον πόνο, να περιορίσω τις συνέπειες από μια βλάβη, καταστροφή, συμφορά.
[αρχ. πληγή]
- πλοήγηση η [ploíjisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πλοηγώ, η εργασία που εκτελεί ο πλοηγός· πιλοτάρισμα: ~ σκάφους σε πορθμό / σε λιμάνι.
[λόγ. πλοηγη- (πλοηγώ) -σις > -ση]