Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
177 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εύρος το [évros] Ο46 : 1.(λόγ.) πλάτος: Tο ~ των σιδηροδρομικών γραμμών / του ποταμού. || (μτφ.): Tο ~ των δραστηριοτήτων / των γνώσεών του είναι πολύ μεγάλο. Tο ~ και το βάθος της πλατωνικής σκέψης. 2. (μαθημ.) η απόσταση δύο ορίων ανάμεσα στα οποία περιέχονται οι τιμές μιας μεταβλητής ποσότητας: Tο ~ των ταλαντώσεων / του τόξου. || (αστρον.) ~ αστέρος, το συμπλήρωμα του αζιμουθίου.
[λόγ.: 1: αρχ. εyρος· 2: σημδ. γαλλ. amplitude]
- ευρυ- [evri] & ευρύ- [evrí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες, συχνά λόγιες ή επιστημονικές λέξεις· προσθέτει την έννοια του εύρους, πλάτους, σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ευρύχωρος· ~χωρία. || ~μαθής, ~μάθεια, πολυμαθής, πολυμάθεια· ~μέτωπος, ευρύστερνος, για άνθρωπο που έχει ευρύ, πλατύ μέτωπο, στέρνο· πλατυ-· συνήθ. ANT στενο-. || (ανατ., ιατρ.) ευρύγναθος· ~αγγεία, ~γναθία· ~γώνιος, με αναφορά σε γωνία μεγάλου εύρους.
[λόγ. < αρχ. εὐρυ- θ. του επιθ. εὐρύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. εὐρύ-χωρος, εὐρύ-στερνος & διεθ. eury- < αρχ. εὐρυ-: ευρύ-γναθος < γαλλ. eurygnathe & μτφρδ.: ευρυ-γώνιος < γερμ. weitwinkel ή γαλλ. grand-angulaire]
- ευρυαγγεία η [evriangía] Ο25 (κυρ. πληθ.) : (ιατρ.) διεύρυνση των επιφανειακών αγγείων· (πρβ. φλεβίτσες).
[λόγ. ευρυ- + αγγε(ίον) -ία]
- ευρυγώνιος -α -ο [evriγónios] Ε6 : (φυσ.) ~ φακός, στον οποίο η γωνία του φάσματος έχει μεγάλο εύρος.
[λόγ. ευρυ- + γωνί(α) -ος μτφρδ. γερμ. weitwinkel ή γαλλ. grand-angulaire]
- ευρυθμία η [evriθmía] Ο25 : η ιδιότητα του εύρυθμου, ο ομαλός ρυθμός, κυρίως στη λειτουργία ενός οργανισμού και μτφ.
[λόγ. < αρχ. εὐρυθμία]
- εύρυθμος -η -ο [évriθmos] Ε5 : για κτ. που γίνεται με ομαλό ρυθμό, συνήθ. εύρυθμη λειτουργία, ομαλή: H εύρυθμη λειτουργία της καρδιάς. Mε το σωστό προγραμματισμό εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης.
εύρυθμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. εὔρυθμος]
- ευρυμάθεια η [evrimáθia] Ο27 : η ιδιότητα του ευρυμαθούς, η ευρύτητα των γνώσεων· (πρβ. πολυμάθεια): Είναι άνθρωπος με μεγάλη ~ αλλά και με μεγάλο βάθος γνώσεων.
[λόγ. ευρυμαθ(ής) -εια κατά το πολυμάθεια]
- ευρυμαθής -ής -ές [evrimaθís] Ε10 : (λόγ.) που έχει πολλές γνώσεις σε πολλούς τομείς, που έχει ευρύτητα γνώσεων· (πρβ. πολυμαθής).
[λόγ. ευρυ- + -μαθής κατά το πολυμαθής]
- ευρυμέτωπος -η -ο [evrimétopos] Ε5 : (λόγ.) που έχει πλατύ μέτωπο· πλατυμέτωπος.
[λόγ. < αρχ. εὐρυμέτωπος]
- ευρύνω [evríno] -ομαι Ρ8.1 : 1.(λόγ.) κάνω κτ. πλατύ, φαρδύ ή πλατύτερο· πλαταίνω. 2. (μτφ.) διευρύνω, επεκτείνω κτ. (συνήθ. βελτιώνοντάς το)· πλαταίνω: ~ τον κύκλο των γνώσεών μου / τους πνευματικούς μου ορίζοντες.
[λόγ. < αρχ. εὐρύνω]