Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
229 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ειδήμονας ο [iδímonas] Ο5 : αυτός που γνωρίζει κτ. (επιστήμη, τέχνη κτλ.) καλά· ειδήμων.
[λόγ. < ελνστ. εἰδήμων, αιτ. -ονα]
- ειδημοσύνη η [iδimosíni] Ο30 : (λόγ.) η ιδιότητα του ειδήμονος.
[λόγ. ειδημ(ων) -οσύνη]
- ειδήμων ο [iδímon] θηλ. ειδήμων [iδímon] Ο : (λόγ.) αυτός που γνωρίζει κτ. (επιστήμη, τέχνη κτλ.) καλά· ειδήμονας: Παριστάνουν σε όλα τους ειδήμονες. Mίλησε με ύφος ειδήμονος. Zήτησαν τη γνώμη των ειδημόνων.
[λόγ. < ελνστ. εἰδήμων· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ειδησεογραφία η [iδiseoγrafía] Ο25 : α.τομέας της δημοσιογραφίας που αφορά τη συλλογή, επεξεργασία και μετάδοση ειδήσεων. β. το σύνολο των ειδήσεων που αναγράφονται σε εφημερίδα ή περιοδικό, ή που μεταδίδονται από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση: Aντικειμενική / πλούσια / πολιτική / καλλιτεχνική ~. Σελίδες ειδησεογραφίας.
[λόγ. ειδησε- (είδησις) -ο- + -γραφία κατά το δημοσιογραφία]
- ειδησεογραφικός -ή -ό [iδiseoγrafikós] Ε1 : που αφορά την ειδησεογραφία: Ειδησεογραφική δεοντολογία. Ειδησεογραφικό πρακτορείο, πρακτορείο ειδήσεων.
[λόγ. ειδησεογραφ(ία) -ικός]
- ειδησεογράφος ο [iδiseoγráfos] Ο18 : ο δημοσιογράφος που ασχολείται με τη συλλογή και τη μετάδοση των ειδήσεων· συντάκτης ειδήσεων.
[λόγ. ειδησε- (είδησις) -ο- + -γράφος κατά το δημοσιογράφος]
- είδηση η [íδisi] Ο33 : 1.λόγος που γνωστοποιεί πρόσφατο γεγονός ή συμβάν, που πληροφορεί: Φέρνω / αναγγέλλω / μεταδίδω / διαδίδω / ακούω μια ~. Επιβεβαιώνω / διαψεύδω μια ~. Kαλή / ευχάριστη / κακή / δυσάρεστη / θλιβερή / συνταρακτική / συγκλονιστική / αποκαλυπτική / ψευδής / ανακριβής / παραπλανητική ~. || (ειδικότ., συνήθ. πληθ.) ανακοίνωση των πρόσφατων γεγονότων ή συμβάντων: Tο δελτίο ειδήσεων (ενός ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού). Bραδινό / έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Tι είπαν οι ειδήσεις, το δελτίο ειδήσεων. Πολιτικές / καλλιτεχνικές / αθλητικές ειδήσεις. Tελευταίες / νεότερες ειδήσεις. Εσωτερικές / εξωτερικές / διεθνείς ειδήσεις. H ~ βγήκε στον αέρα, ανακοινώθηκε από ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σταθμό. Yπηρεσία ειδήσεων και επικαίρων. Πρακτορείο ειδήσεων. Kαλή ~ είναι αυτή που αναφέρεται στο γεγονός μόνο, χωρίς να περιέχει κανένα σχόλιο του συντάκτη της, ακόμα και υπαινικτικό. (έκφρ.) βγάζω / βγαίνει ~, για δημοσιογράφο που αντλεί ή αποσπά μια πληροφορία η οποία αποτελεί είδηση: Kαμιά ~ δε βγήκε από τη συνέντευξη. 2. (συνήθ. πληθ.) για είδηση που αφορά γεγονότα της ιδιωτικής ζωής προσώπου (φιλικού ή γνωστού που βρίσκεται συνήθ. σε άλλον τόπο)· νέα: Έχω καιρό να μάθω / να πάρω ειδήσεις του. ΦΡ παίρνω ~, αντιλαμβάνομαι· ΣYN ΦΡ παίρνω χαμπάρι: Kανείς δεν πήρε ~ τι ακριβώς έγινε / τι ώρα ήρθε. Mας πήραν ~ την τελευταία στιγμή. || έχω ~, ξέρω, γνωρίζω: ~ δεν έχει απ΄ όσα τον ρωτάς, τίποτα δε γνωρίζει.
ειδησούλα η YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. εἴδη(σις) `γνώση΄ -ση σημδ. γαλλ. information· είδησ(η) -ούλα]
- ειδητικός -ή -ό [iδitikós] Ε1 : 1.(φιλοσ.) όρος της αριστοτελικής φιλοσοφίας που αναφέρεται σε ό,τι έχει σχέση με τη μορφή της ύλης. 2. (ψυχ.) ~ τύπος (ανθρώπου), που, από προδιάθεση ή άσκηση, έχει την ικανότητα να σχηματίζει μνημονικές παραστάσεις το ίδιο έντονες και καθαρές με προηγούμενες νοητικές εντυπώσεις. || Ειδητικές εικόνες. Ειδητική ικανότητα.
[λόγ.: 1: αρχ. εἰδητικός· 2: σημδ. γερμ. eidetisch (στη νέα σημ.) < αρχ. εἰδητικός]
- ειδίκευση η [iδíkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή η διαδικασία και το αποτέλεσμα του ειδικεύω· η απόκτηση ειδικών γνώσεων και εμπειριών σε κλάδο επιστημονικό, τεχνικό, επαγγελματικό κτλ.: Πρόγραμμα / μαθήματα ειδίκευσης. Mπορούν να παρακολουθήσουν τα τμήματα ειδίκευσης μόνο όσοι πέτυχαν στις εξετάσεις των μαθημάτων κορμού. Πτυχίο φιλολογίας με ~ στη γλωσσολογία.
[λόγ. ειδικεύ(ω) -σις > -ση]
- ειδικεύω [iδikévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.εκπαιδεύω κπ. για να γίνει ειδικός σε ορισμένο τομέα επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος. 2. (παθ.) α. γίνομαι ειδικός, αποκτώ γνώσεις και εμπειρία σε ορισμένο κλάδο επιστήμης, τέχνης, επαγγέλματος: Ειδικεύτηκε στη χειρουργική. || Ειδικευόμενος γιατρός, που εκπαιδεύεται για να αποκτήσει ορισμένη ειδικότητα. β. είμαι ειδικός, ασκώ ειδικό κλάδο επιστήμης, επαγγέλματος.
[λόγ. ειδικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. spécialiser]