Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
229 εγγραφές [221 - 229] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φειδώ η [fiδó] Ο γεν. φειδούς, αιτ. φειδώ (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) μέτρο, σύνεση, οικονομία στη χρήση, στη δαπάνη ή στην κατανάλωση κάποιου πράγματος. ANT σπατάλη: Ξόδευε με / σπαταλούσε / σκορπούσε χωρίς ~ τα χρήματά του.
[λόγ. < αρχ. φειδώ]
- φειδωλεύομαι [fiδolévome] Ρ5.1β : διστάζω, λυπάμαι, δυσκολεύομαι να ξοδέψω, να διαθέσω, να δώσω κτ.· τσιγκουνεύομαι.
[λόγ. φειδωλ(ός) -εύω, -ομαι κατά το τσιγκουνεύομαι]
- φειδωλός -ή -ό [fiδolós] Ε1 : 1. που παρέχει, δίνει κτ. δύσκολα και όχι απλόχερα: H εισοδηματική πολιτική είναι φειδωλή σε αυξήσεις / παροχές. Είναι ~ σε υποσχέσεις / επαίνους / δηλώσεις. 2. που καταναλίσκει, που δαπανά ή διαθέτει κτ. με μέτρο και με σύνεση· οικονόμος2, σφιχτοχέρης, τσιγκούνης*. ANT σπάταλος, απλοχέρης1, χουβαρντάς.
φειδωλά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. φειδωλός]
- φωτοειδησεογράφος ο [fotoiδiseoγráfos] Ο18 θηλ. φωτοειδησεογράφος [fotoiδiseoγráfos] Ο35 : ο φωτορεπόρτερ.
[λόγ. φωτο- 2 + ειδησεογράφος μτφρδ. γερμ. Ρhotoreporter· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- χηλοειδές το [xiloiδés] Ο (βλ. Ε10) : (ιατρ.) είδος υπερτροφικής ουλής.
[λόγ. < γαλλ. chéloïde < αρχ. χηλ(ή) στη σημ.: `χειρουργική λαβίδα σε μορφή χηλής΄ -ο- + -ide = -ειδές, ουδ. του -ειδής]
- χονδροειδής -ής -ές [xonδroiδís] Ε10 : (λόγ.) 1. (για πρόσ.) α. που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη καλής, λεπτής συμπεριφοράς· χοντρόςII1α. β. που τα χαρακτηριστικά του είναι αδρά και κακοφτιαγμένα: Παρ΄ όλη τη χονδροειδή εμφάνισή του είναι λεπτός και ευαίσθητος. 2. (για πργ.) που οι διαστάσεις και το σχέδιό του είναι ακαλαίσθητα: ~ κατασκευή. 3. (για αφηρ. ουσ.) που είναι ιδιαίτερα απρεπής, ανάρμοστος, κακόγουστος· χοντροκομμένος, χοντρόςII1β: ~ συμπεριφορά. Xονδροειδές αστείο / ψέμα.
χονδροειδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ιταλ. condroide `μαλακός όγκος που μοιά ζει με χόνδρο΄ < αρχ. χόνδρ(ος) -ο- + -ide = -ειδής, παρετυμ. χοντρός· λόγ. χονδροειδ(ής) -ώς]
- χοριοειδής -ής -ές [xorioiδís] Ε10 : (ανατ.) που μοιάζει με το χόριο: Ο ~ χιτώνας του ματιού. H ~ μήνιγγα.
[λόγ. < αρχ. χοριοειδής]
- ωοειδής -ής -ές [ooiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα του αυγού (κότας) ή της κατά μήκος τομής του· αυγόσχημος: Ωοειδές σχήμα προσώπου.
[λόγ. < αρχ. ᾠοειδής]
- ωτοειδής -ής -ές [otoiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα του αυτιού.
[λόγ. < ελνστ. ὠτοειδής]