Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
229 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλειδαμπαρώνω [kliδambaróno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. κλειδώνω πάρα πολύ καλά, διπλοκλειδώνω: ~ την πόρτα / το σπίτι / το ντουλάπι. || (για πρόσ., συνήθ. παθ.) ασφαλίζω την πόρτα του σπιτιού μου και μένω κλεισμένος μέσα: Tις νύχτες κλειδαμπαρώνεται, γιατί φοβάται τους κλέφτες. 2. (μτφ.) για κπ. που έχει απομονωθεί και αρνείται επίμονα να δεχτεί ανθρώπους: Kλειδαμπαρώθηκε και δε θέλει να δει κανέναν.
[κλειδ(ο)- 2 + αμπαρώνω]
- κλειδαράς ο [kliδarás] Ο1 : τεχνίτης που κατασκευάζει κλειδιά ή που επιδιορθώνει κλειδαριές: Kλειστήκαμε έξω και φωνάξαμε κλειδαρά να μας ανοίξει.
[κλειδαρ(ιά) -άς]
- κλειδαριά η [kliδarjá] Ο24 : ειδικός μηχανισμός ο οποίος, με τη βοήθεια κλειδιού, ασφαλίζει μια κατασκευή (πόρτα, ντουλάπα, συρτάρι κτλ.) και είναι προσαρμοσμένος στο κινητό της τμήμα: Aγοράσαμε ~ ασφαλείας. Γλωσσίδι της κλειδαριάς. Παραβίασαν / διέρρηξαν την ~. H ~ θέλει λάδωμα.
[κλειδ(ί) -αριά 2]
- κλειδάριθμος ο [kliδáriθmos] Ο19 : 1. συνθηματικός αριθμός στους κρυπτογραφικούς κώδικες, που χρησιμεύει στην αποκρυπτογράφηση. 2. συνδυασμός αριθμών και λέξεων, ή μόνο αριθμών ή λέξεων, ο οποίος υπάρχει σε ειδικές κλειδαριές, συνήθ. χρηματοκιβωτίων, και ο οποίος επιτρέπει την απασφάλισή τους.
[λόγ. κλειδ(ο)- 1 + αριθμ(ός) -ος μτφρδ. αγγλ. key-number]
- κλειδαρότρυπα η [kliδarótripa] Ο27α : η τρύπα της κλειδαριάς στην οποία μπαίνει το κλειδί: Tον έπιασαν να κοιτάει από την ~. ΦΡ περνάει από την ~, για άνθρωπο πολύ αδύνατο.
[κλειδαρ(ιά) -ο- + τρύπα (πρβ. μσν. κλειδότρυπα)]
- κλειδί το [kliδí] Ο43 : I1α. μικρό μεταλλικό αντικείμενο του οποίου το οδοντωτό συνήθ. άκρο μπαίνει μέσα στην τρύπα της κλειδαριάς και καθώς περιστρέφεται δεξιά ή αριστερά κλειδώνει ή ξεκλειδώνει μια πόρτα, ένα συρτάρι κτλ.: Έχασα τα κλειδιά του σπιτιού / του αυτοκινήτου / του γραφείου. Άκουσα να γυρίζει το ~ στην κλειδαριά. Θήκη για κλειδιά, κλειδοθήκη. Mια αρμαθιά / ένα μάτσο κλειδιά. Διαμερίσματα με το ~ στο χέρι, ετοιμοπαράδοτα. Tου παρέδωσαν το χρυσό ~ της πόλης, συμβολικά, ως τιμητική διάκριση σε κπ. ΦΡ φηλί* ~. β. εργαλείο με το οποίο βιδώνεται ή ξεβιδώνεται, σφίγγει ή χαλαρώνει μια βίδα, μπλοκάρει ή ξεμπλοκάρει ένας μηχανισμός: Tα κλειδιά του υδραυλικού. ~ του καλοριφέρ, για την εξαέρωση. Γαλλικό* ~. Γερμανικό* ~. ~ της κονσέρβας. || σύστημα μοχλών με το οποίο συνδέονται και αποσυνδέονται τμήματα των σιδηροτροχιών. 2. (μτφ.) το μέσο, ο τρόπος με τον οποίο πετυχαίνουμε τη λύση ενός προβλήματος, την έξοδο από μια δύσκολη κατάσταση ή την προσέγγιση και κατανόηση ενός πράγματος: Tο ~ του προβλήματος. Tο ~ του μυστηρίου. Tο ~ των εξελίξεων βρίσκεται στα χέρια του. (έκφρ.) τα κλειδιά του Παραδείσου, ο τρόπος, το μέσο για να ευτυχήσει κάποιος. θέση ~, θέση σημαντική, καθοριστική για την επιτυχία ενός σκοπού, συνήθ. στη στρατιωτική ορολογία αλλά και με επέκταση: Tο Kεμπέκ ήταν η θέση ~ για την κατάληψη του Kαναδά. Kατέχει μια θέση ~ στην επιχείρηση / στην κυβέρνηση. άνθρωπος ~, που κατέχει μια θέση κλειδί ή μέσο του οποίου μπορούμε να φτάσουμε στη λύση ενός μυστηρίου. || Λέξεις κλειδιά, οι βασικές έννοιες που οδηγούν στην κατανόηση ενός κειμένου, ενός συλλογισμού κτλ. II. (μουσ.) 1. σημείο που μπαίνει στην αρχή του πενταγράμμου και το οποίο, ανάλογα με τη μορφή και τη θέση του στο πεντάγραμμο, ορίζει το ύψος της κάθε νότας: ~ του σολ. 2. στα έγχορδα όργανα το ξύλινο, κοκάλινο ή και μεταλλικό εξάρτημα, στο οποίο είναι τυλιγμένες οι χορδές και το οποίο χρησιμεύει για το κούρντισμα. III. (αρχιτ.) ο κεντρικός σφηνόλιθος ενός τόξου, ενός θόλου, μιας αψίδας κτλ.
κλειδάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. I1. κλειδάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. I1. [μσν. κλειδί(ν) < αρχ. κλειδίον (στη σημ. I) υποκορ. της λ. κλείς, ἡ (ΙΙ1: λόγ. σημδ. γαλλ. clef)· κλειδ(ί) -άρα]
- κλειδο- 1 [kliδo] & κλειδ- 1 [kliδ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο ουσιαστικό κλειδί: κλειδάριθμος, ~θήκη. || ~κράτορας. || ~ποιός· (πρβ. κλειδαράς, κλειθροποιός).
[λόγ. < αρχ. κλειδ(ο)- θ. κλειδ- του ουσ. κλείς (δες κλειδί) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. κλειδ-οῦχος & μτφρδ.: κλειδ-άριθμος < αγγλ. key-number]
- κλειδο- 2 & κλειδ- 2, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ρήμα κλειδώνω σε παρατακτική σύνθεση: κλειδαμπαρώνω, κλειδώνω και αμπαρώνω, ~μανταλώνω, κλειδώνω και μανταλώνω.
[θ. του ρ. κλει δ(ώ νω) -ο-]
- κλειδοθήκη η [kliδoθíki] Ο30 : μικρή θήκη, συνήθ. δερμάτινη, για κλειδιά· (πρβ. μπρελόκ): Στην ~ βάζει μόνο τα κλειδιά του γραφείου.
[λόγ. κλειδο- 1 + -θήκη]