Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
27 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδωροδόκητος -η -ο [aδoroδókitos] Ε5 : που δε δωροδοκήθηκε ή δε δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται.
[λόγ. < αρχ. ἀδωροδόκητος]
- άδωρος -η -ο [áδoros] Ε5 : μόνο στη ΦΡ δώρο άδωρο, για κτ. που προσφέρεται ως δώρο, χάρη, ωφέλεια, αλλά στην πράξη είναι άχρηστο ή επιζήμιο: Οι συμβουλές του καταντούν δώρο άδωρο, μια και δε γίνεται να τις ακολουθήσουμε.
[λόγ. < αρχ. ἄδωρος, φρ. ἄδωρα δῶρα]
- αντίδωρο το [andíδoro] Ο41 : 1.μικρό κομμάτι από πρόσφορο, το οποίο ο παπάς μοιράζει στο εκκλησίασμα μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας: Πήρε το ~ και φίλησε το χέρι του παπά. Δεν πήρε ~, γιατί είχε φάει το πρωί. || (με σχήμα υπερβολής): Δεν έβαλα ούτε ~ στο στόμα μου, δεν έφαγα τίποτα. 2. (λογοτ.) δώρο που δίνει κάποιος ως ανταπόδοση για το δώρο που του έχουν δώσει: M΄ αρέσει με ~ το δώρο να πληρώνω. (γνωμ.) το δώρο* θέλει ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίδωρον, αρχ. σημ.: `δώρο για ανταμοιβή΄]
- γενναιοδωρία η [jeneoδoría] Ο25α : η ιδιότητα του γενναιόδωρου. || ενέργεια, προσφορά γενναιόδωρου ανθρώπου: Έκανε πολλές γενναιοδωρίες.
[λόγ. γενναιόδωρ(ος) -ία]
- γενναιόδωρος -η -ο [jeneóδoros] Ε5 : 1. που πρόθυμα προσφέρει ό,τι έχει χωρίς να περιμένει αμοιβή, αντάλλαγμα ή ανταπόδοση· ανοιχτοχέρης: Είναι ~ στις προσφορές του. (ειρ.) Είναι πολύ ~ στις υποσχέσεις. 2. που παρέχεται με αφθονία, πλουσιοπάροχα: Γενναιόδωρη προσφορά. Γενναιόδωρο φιλοδώρημα.
γενναιόδωρα ΕΠIΡΡ: H φύση τον προίκισε ~. Οι εθνικοί ευεργέτες πρόσφεραν ~ στην πατρίδα. [λόγ. γενναί(ος)2 -ο- + δώρ(ον) -ος απόδ. γαλλ. généreux]
- δωρεά η [δoreá] Ο24 : 1. ό,τι παραχωρείται χωρίς αμοιβή ή αντάλλαγμα, χρηματικό ποσό, ακίνητο ή κινητό περιουσιακό στοιχείο που προσφέρει κάποιος στο κράτος, σε κοινωφελές ίδρυμα ή σε κπ. ιδιώτη: Πολλά δημόσια κτίρια έγιναν με δωρεές ευεργετών. Οι φίλοι του νεκρού έκαναν δωρεές / κατέθεσαν ποσά ως ~ στη μνήμη του. || (νομ.) η σύμβαση με την οποία ο δωρητής παρέχει στο δωρεοδόχο κάποιο περιουσιακό στοιχείο, χωρίς αντάλλαγμα και με την προϋπόθεση ότι μετά τη δωρεά μειώνεται η περιουσία του πρώτου και αυξάνεται του δευτέρου: Tο κτήμα τού το μεταβίβασε ο πατέρας του ως ~. 2. ~ σώματος, ιστού ή οργάνου, εκφρασμένη επιθυμία ενός ατόμου να τα παραχωρήσει, όσο ζει ή μετά το θάνατό του, για μεταμοσχεύσεις ή για ερευνητικούς σκοπούς. 3. (εκκλ.) H ~ του Aγίου Πνεύματος, η επιφοίτηση, η χάρη του Aγίου Πνεύματος. || (έκφρ.) σφραγίδα* δωρεάς.
[λόγ. < αρχ. δωρεά & σημδ. γαλλ. donation]
- δωρεάν [δoreán] επίρρ. τροπ. : 1α. χωρίς χρήματα: H εκπαίδευση στην Ελλάδα παρέχεται ~. Οι άποροι νοσηλεύονται ~. Tαξίδεψα ~, τζάμπα1α. || (ως επίθ.): Kαθιέρωση της ~ παιδείας. Άρχισε η ~ διανομή των συγγραμμάτων. β. πολύ φτηνά· τζάμπα1β. 2. χωρίς προσπάθεια, χωρίς προσωπική συμβολή: H ελευθερία και η δημοκρατία δε μας προσφέρονται ~, πρέπει να αγωνιστούμε για να τις κατακτήσουμε και να τις διατηρήσουμε.
[λόγ. < αρχ. δωρεάν]
- δωρεοδόχος ο [δoreoδóxos] Ο18 θηλ. δωρεοδόχος [δoreoδóxos] Ο35 : (νομ.) αυτός που δέχεται μια δωρεά.
[λόγ. δωρε(ά) -ο- + -δόχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- δώρημα το [δórima] Ο49 : ό,τι δωρίζεται.
[λόγ. < αρχ. δώρημα]
- δωρητήριο το [δoritírio] Ο40 : έγγραφο που πιστοποιεί μια δωρεά.
[λόγ. δωρη(τής) -τήριον]