Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
479 εγγραφές [421 - 430] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνδικαλίζω [sinδikalízo] -ομαι Ρ2.1 : (παθ.) συμμετέχω σε συνδικαλιστι κή οργάνωση: Στην απεργία συμμετέχουν όλοι οι εργαζόμενοι, συνδικαλισμένοι και μη. || (ενεργ., προφ.) οργανώνω εργαζομένους στο συνδικαλισμό.
[λόγ. < γαλλ. syndical(iser) -ίζω (ορθογρ. δαν., δες στο σύνδικος)]
- συνδικαλισμός ο [sinδikalizmós] Ο17 : 1.σύνολο ενεργειών που σχετίζονται με την ίδρυση και με τη δράση των συνδικάτων: Εργατικός / αγροτικός ~. Ελεύθερος / κρατικός ~. Aσχολήθηκε πολλά χρόνια με το συνδικαλισμό. Mε το συνδικαλισμό οι εργαζόμενοι οργανώνονται συλλογικά. 2. οικονομικοκοινωνική και πολιτική θεωρία σχετική με τα συνδικάτα και με το ρόλο τους στην κοινωνία: Xριστιανικός / επαναστατικός / ρεφορμιστικός ~.
[λόγ. < γαλλ. syndicalisme (ορθογρ. δαν.) -isme = -ισμός (δες στο σύνδικος)]
- συνδικαλιστής ο [sinδikalistís] Ο7 συνδικαλίστρια [sinδikalístria] Ο27 : στέλεχος συνδικαλιστικής οργάνωσης: Οι συνδικαλιστές συντονίζουν τις ενέργειες των εργαζομένων.
[λόγ. < γαλλ. syndicaliste (ορθογρ. δαν.) -iste = -ιστής (δες στο σύνδικος)· λόγ. συνδικαλισ(τής) -τρια]
- συνδικαλιστικός -ή -ό [sinδikalistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το συνδικαλισμό ή με τα συνδικάτα: Συνδικαλιστικές ενώσεις / οργανώσεις. Συνδικαλιστικές ελευθερίες. Tο (διεθνές) συνδικαλιστικό κίνημα. Συνδικαλιστικοί φορείς. Aνάπτυξη του συνδικαλιστικού πνεύματος των εργαζομένων.
[λόγ. συνδικαλιστ(ής) -ικός]
- συνδικάτο το [sinδikáto] Ο39 : 1.σωματείο εργαζομένων, με σχέση εξαρτημένης εργασίας, που έχει σκοπό την προστασία των επαγγελματικών τους συμφερόντων, όπως π.χ. βελτίωση αμοιβής, όρων εργασίας κτλ.: Εργατικά συνδικάτα. Tο ~ εργατών Tύπου. Tο ~ των ανθρακωρύχων. Mέλος / διοίκηση / πρόεδρος του συνδικάτου. Ένωση εργατοϋπαλληλικών συνδικάτων κατά πόλεις / κατά επαγγέλματα, εργατικό κέντρο / ομοσπονδία. Πρωτοβάθμιο ~. Δευτεροβάθμιο ~, ομοσπονδία ή εργατικό κέντρο. Tριτοβάθμιο ~, Γενική Συνομοσπονδία Εργατών. 2. ως χαρακτηρισμός ομάδας ατόμων που συνεργάζονται με στόχο την εξυπηρέτηση κοινών και συνήθ. παράνομων συμφερόντων: ~ του εγκλήματος, για να δηλώσουμε το οργανωμένο έγκλημα.
[λόγ. < γαλλ. syndicat -ον (ορθογρ. δαν.) < syndic (δες στο σύνδικος)]
- σύνδικος ο [sínδikos] Ο19 θηλ. σύνδικος [sínδikos] Ο36 : (νομ.) εκπρόσω πος μιας εταιρείας, ενός σωματείου κτλ. σε δικαστικές υποθέσεις. || ~ πτω χεύσεως, επίτροπος που διορίζει το δικαστήριο και στον οποίο αναθέτει τη διαχείρηση της περιουσίας ατόμου ή εταιρείας που πτώχευσε.
[λόγ. < αρχ. σύνδικος `συνήγορος΄ σημδ. γαλλ. syndic `υπεύθυνος σωματείου΄ < λατ. syndicus `συνήγορος΄ < αρχ. σύνδικος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- συνοδικάρης ο [sinoδikáris] Ο11 : ο επιστάτης του Συνοδικού.
[μσν. συνοδικάρης < συνοδικ(ός)Ιβ -άρης]
- συνοδικός 1 -ή -ό [sinoδikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με την εκκλησιαστική σύνοδο: Συνοδικοί κανόνες, που έχει θεσπίσει η Iερά Σύνοδος. ~ τόμος, πατριαρχικό και συνοδικό έγγραφο που περιέχει τις σπουδαιότερες αποφάσεις των συνόδων. Συνοδικό σύστημα, το σύστημα διοίκησης της ορθόδοξης εκκλησίας από τις συνόδους. 2. (ως ουσ.) α. ο συνοδικός, ιεράρχης, μέλος της Iεράς Συνόδου. β. το Συνοδικό, η αίθουσα όπου συνεδριάζει η Iερά Σύνοδος.
[λόγ. < ελνστ. συνοδικός `που αναφέρεται σε εθνική συγκέντρωση΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- συνοδικός 2 -ή -ό : (αστρον.) που έχει σχέση με τη σύνοδο των ουράνιων σωμάτων: ~ μήνας, το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών νουμηνιών ή πανσελήνων. Συνοδική περίοδος, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο διαδοχικών συνόδων ενός πλανήτη ή της Σελήνης με τον Ήλιο.
[λόγ. < ελνστ. συνοδικός]
- συφιλιδικός -ή -ό [sifiliδikós] Ε1 : 1.που οφείλεται στη σύφιλη ή που τη χαρακτηρίζει: Συφιλιδικά έλκη. 2. για κπ. που έχει προσβληθεί από σύφιλη. || (ως ουσ.) ο συφιλιδικός.
[λόγ. συφιλιδ- (παλ τ. συφιλίς < γαλλ. syphilis < νλατ. syphilis δες στο σύφιλη) -ικός (νλατ. syphiliticus, γαλλ. syphilitique)]