Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %δημ%
177 εγγραφές [81 - 90]
δημοπρασία η [δimoprasía] Ο25 : η δημόσια διαδικασία κατά την οποία εκποιείται κινητό ή ακίνητο πράγμα ή ανατίθεται η εκτέλεση ενός έργου σε όποιον κάνει την καλύτερη χρηματική προσφορά· (πρβ. πλειστηριασμός): Πλειοδοτική / μειοδοτική / φανερή / μυστική ~. Πουλώ / βγάζω κτ. σε ~.

[λόγ. < ελνστ. δημοπρά(της δες στο δημοπρατώ) -σία]

δημοπρατήριο το [δimopratírio] Ο40 : ο χώρος όπου διεξάγονται δημοπρασίες.

[λόγ. δημοπρατη- (δημοπρατώ) -τήριον με απλολ. [titi > ti] ]

δημοπράτηση η [δimoprátisi] Ο33 : η εκποίηση κινητού ή ακίνητου πράγματος ή η ανάθεση εκτέλεσης ενός έργου με τη διαδικασία της δημοπρασίας: Aνακοινώθηκε η ~ του έργου της κατασκευής του νέου αεροδρομίου.

[λόγ. δημοπρατη- (δημοπρατώ) -σις > -ση]

δημοπρατώ [δimoprató] -ούμαι Ρ10.9 : πουλώ κτ. σε δημοπρασία ή αναθέτω σε κπ. την εκτέλεση έργου με τη διαδικασία της δημοπρασίας: Δημοπρατήθηκε το έργο της κατασκευής του μετρό.

[λόγ. < ελνστ. δημοπράτ(ης) `αυτός που βγάζει σε πλειστηριασμό δημόσια περιουσία΄ ]

δήμος ο [δímos] Ο18 : 1. διοικητική περιφέρεια που διοικείται από αιρετό δήμαρχο και δημοτικό συμβούλιο: ~ Aθηναίων / Θεσσαλονίκης / Πειραιώς / Nέας Σμύρνης. Ένωση δήμων και κοινοτήτων. 2. το σύνολο των κατοίκων, ο πληθυσμός της αντίστοιχης περιοχής: Όλος ο ~ κατέβηκε στη διαδήλωση. ΦΡ τα εν οίκω* μη εν δήμω. 3. το σύνολο των διοικητικών υπηρεσιών του δήμου: Tα απορριμματοφόρα / τα συνεργεία / οι υπηρεσίες του δήμου. 4. το δημαρχείο.

[λόγ. < αρχ. δῆμος]

δημοσία [δimosía] επίρρ. : (λόγ.) σε δημόσια εμφάνιση, μπροστά σε κοινό.

[λόγ. < αρχ. δημοσίᾳ]

δημοσιά η [δimosxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) δημόσιος (αμαξιτός) δρόμος, συνήθ. έξω από κατοικημένη περιοχή: Tο χωριό απέχει λίγα χιλιόμετρα από τη ~. Άφησαν τη ~ και πήραν το μονοπάτι.

[μσν. δημοσία (ενν. οδός) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δημόσιος]

δημοσίευμα το [δimosíevma] Ο49 : κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στον τύπο: Δημοσιεύματα εφημερίδων / περιοδικών. H κυβέρνηση διέψευσε τα δημοσιεύματα του τύπου για ανασχηματισμό. || (ειδικότ.) άρθρο, μελέτη επιστημονικού κυρίως περιεχομένου, που έχει δημοσιευτεί σε ανάλογο έντυπο (περιοδικό, βιβλίο κ.ά.)· δημοσίευση: Επιστημονικό ~. Επιστήμονας με πολλά δημοσιεύματα.

[λόγ. δημοσιεύ(ω) -μα μτφρδ. γαλλ. publication]

δημοσίευση η [δimosíefsi] Ο33 : 1. η ενέργεια του δημοσιεύω, η δημόσια γνωστοποίηση ιδίως μέσο του τύπου: H ~ των αποτελεσμάτων / των πρακτικών της δίκης / του νόμου στην εφημερίδα της Kυβερνήσεως. Πρέπει να απαγορευτεί η ~ προκηρύξεων των τρομοκρατικών οργανώσεων; 2. δημοσίευμα: Επιστημονικές δημοσιεύσεις σε περιοδικά και σε επετηρίδες. || Ξένη ~, ειδική επί πληρωμή καταχώριση στον τύπο.

[λόγ. < ελνστ. δημοσίευ(σις) `δημόσια γνωστοποίηση΄ -ση & σημδ. γαλλ. publication]

δημοσιεύσιμος -η -ο [δimosiéfsimos] Ε5 : που μπορεί ή που αξίζει να δημοσιευτεί: H εργασία αυτή δεν είναι δημοσιεύσιμη.

[λόγ. δημοσιεύ(ω) -σιμος]

< Προηγούμενο   1... 7 8 [9] 10 11 ...18   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες