Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %δηλ%
47 εγγραφές [41 - 47]
ποδηλατοδρόμιο το [poδilatoδrómio] Ο40 : στάδιο ειδικά κατασκευασμένο για αγώνες ποδηλάτου.

[λόγ. ποδήλατ(ον) -ο- + -δρόμιον μτφρδ. γαλλ. vélodrome]

ποδηλατοδρόμος ο [poδilatoδrómos] Ο18 θηλ. ποδηλατοδρόμος [poδi latoδrómos] Ο35 : αυτός, κυρίως αθλητής, που συμμετέχει σε αγώνες ποδηλατοδρομίας.

[λόγ. ποδήλατ(ον) -ο- + -δρόμος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ποδήλατος -η -ο [poδílatos] Ε5 : (λόγ.) που κινείται με τη δύναμη των ποδιών: Ποδήλατο όχημα.

[λόγ. < αρχ. ποδ- (πούς) -ήλατος, κατά το αρχ. ἱππήλατος]

ποδηλατώ [poδilató] Ρ10.9α : κινούμαι, ασκούμαι με ποδήλατο.

[λόγ. ποδηλάτ(ης) -ώ]

πρόδηλος -η -ο [próδilos] Ε5 : (λόγ.) που φαίνεται, που διακρίνεται καθαρά, που γίνεται αμέσως αντιληπτός, κατανοητός· φανερός, προφανής, ολοφάνερος. ANT άδηλος, δυσδιάκριτος, σκοτεινός: Πρόδηλοι σκοποί / στόχοι. Πρόδηλες προθέσεις / επιδιώξεις. Είναι πρόδηλο ότι επιδιώκει τη σύγκρουση. προδήλως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πρόδηλος, προδήλως]

υποδηλώνω [ipoδilóno] -ομαι Ρ1 : δηλώνω, φανερώνω, δείχνω κτ. με έμμεσο τρόπο: H απάντησή του υποδηλώνει άρνηση.

[λόγ. < ελνστ. ὑποδηλ(ῶ) -ώνω, αρχ. σημ.: `δηλώνω ιδιαιτέρως΄]

υποδήλωση η [ipoδílosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποδηλώνω.

[λόγ. < αρχ. ὑποδήλω(σις) `υπαινιγμός΄ -ση κατά τη σημ. του υποδηλώνω]

< Προηγούμενο   1 2 3 4 [5]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες