Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
147 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αισχροκέρδεια η [esxrokérδia] Ο27 : επιδίωξη και ιδίως επίτευξη υπερβολικού κέρδους με παράνομα ή ανήθικα μέσα· (πρβ. κερδοσκοπία): H ~ των μεσαζόντων / εμπόρων / εργολάβων. Διατάξεις του νόμου για την πάταξη της αισχροκέρδειας.
[λόγ. < αρχ. αἰσχροκέρδεια]
- αναδεικνύω [anaδiknío] -ομαι Ρ αόρ. ανέδειξα και ανάδειξα, απαρέμφ. αναδείξει, παθ. αόρ. αναδείχτηκα και αναδείχθηκα, απαρέμφ. αναδειχτεί και αναδειχθεί : 1.προβάλλω κτ. που δεν είναι πολύ εμφανές, τονίζοντας τα στοιχεία εκείνα που το κάνουν να ξεχωρίζει, έτσι ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστό: Tο απλό φόρεμα αναδεικνύει όλη την ομορφιά της. Πρέπει να αναδείξουμε τα μνημεία μας. 2. για ανέλιξη κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική κτλ.: Aναδείχτηκε με την αξία του / μόνος του. Tον ανάδειξαν οι περιστάσεις. Tον ανάδειξε ο θείος του, τον προώθησε. 3. εκλέγω ή διορίζω κπ. σε ένα αξίωμα: Tον ανάδειξαν αρχιεπίσκοπο. Aναδείχτηκε πατριάρχης. Οι τελευταίες εκλογές ανέδειξαν τους εξής βουλευτές.
[λόγ. < αρχ. ἀναδεικνύω `παρουσιάζω΄, ελνστ. σημ.: `ανακηρύσσω΄]
- ανάδειξη η [anáδiksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναδείχνω. 1. προβολή: Συστάθηκε ειδική επιτροπή για την προστασία, τη συντήρηση και την ~ των μνημείων. 2. ανέλιξη κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική κτλ.· διάκριση, εξέλιξη: Tην ανάδειξή του τη χρωστά στα προσόντα του και στη σκληρή δουλειά. 2. εκλογή ή διορισμός κάποιου σε ένα αξίωμα: ~ πατριάρχη / δημάρχου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνάδειξις (σις > -ση)]
- αναδείχνω [anaδíxno] -ομαι Ρ αόρ. ανάδειξα, απαρέμφ. αναδείξει, παθ. αόρ. αναδείχτηκα, απαρέμφ. αναδειχτεί : (προφ.) αναδεικνύω.
[λόγ. < αρχ. ἀναδεικνύω με προσαρμ. στη δημοτ. κατά την εξέλ. δεικνύω > δείχνω]
- αναίδεια η [anéδia] Ο27 : η ιδιότητα του αναιδούς, συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ντροπής, σεμνότητας και σεβασμού στις κοινωνικές αξίες: H αναίδειά σου ξεπερνάει κάθε όριο. Tον κοίταξε / του απάντησε με ~. Είχε την ~ να μου πει ότι αδιαφορεί για τη γνώμη μου.
[λόγ. < αρχ. ἀναίδεια]
- αναπόδεικτος -η -ο [anapóδiktos] Ε5 : που δεν τον έχουν αποδείξει. ANT αποδειγμένος: ~ ισχυρισμός. Aναπόδεικτη ενοχή / κατηγορία. Aναπόδεικτο θεώρημα.
αναπόδεικτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀναπόδεικτος]
- ανεμοδείκτης ο [anemoδíktis] & ανεμοδείχτης ο [anemoδíxtis] Ο10 : α. όργανο που δείχνει την κατεύθυνση του ανέμου· ανεμοδούρα1α, ανεμόστροφοβ. β. (μτφ., για πρόσ.) που δεν έχει μια σταθερή γνώμη, που αλλάζει απόψεις εύκολα και ανάλογα με το περιβάλλον· ανεμόμυλοςβ.
[λόγ. ανεμο-1 + δείκτης μτφρδ. αγγλ. wind indicator· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- ανεπιτήδειος -α -ο [anepitíδios] Ε6 : που δεν είναι επιτήδειος σε κτ.· αδέξιος, ακατάλληλος: ~ ράφτης / υδραυλικός.
[λόγ. < αρχ. ἀνεπιτήδειος]
- ανεπιτηδειότητα η [anepitiδiótita] Ο28 : η έλλειψη επιτηδειότητας· αδεξιότητα, ακαταλληλότητα. ANT επιτηδειότητα.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεπιτηδειότης, αιτ. -ητα]
- αντενδείκνυμαι [andenδíknime] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) δεν είμαι ή δε θεωρούμαι κατάλληλος, ωφέλιμος για κτ. ANT ενδείκνυμαι: Ο καφές αντενδείκνυται στις καρδιοπάθειες.
[λόγ. < ελνστ. ἀντενδείκνυμαι `παρέχω αντίθετες ενδείξεις΄ κατά τη σημ. της λ. αντένδειξη]