Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
147 εγγραφές [141 - 147] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπόδειγμα το [ipóδiγma] Ο49 : ό,τι προβάλλεται ως πρότυπο για μίμηση: α. για πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια κτλ. που χαρακτηρίζεται από υψηλότατο βαθμό τελειότητας ως προς κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά· τύπος2α: Είναι ~ συζύγου / πατέρα. ~ εργατικού υπαλλήλου. Είναι ~ ευσυνειδησίας / εργατικότητας. Tον έχω για ~. Tο βιβλίο αυτό αποτελεί ~ ύφους / ευσυνείδητης εργασίας. β. για έγγραφο που χρησιμεύει ως δείγμα για τη σύνταξη άλλων πανομοιότυπων: H αίτηση θα γίνει σύμφωνα με το τάδε ~. || Yποδείγματα εκθέσεων.
[λόγ. < αρχ. ὑπόδειγμα `παράδειγμα΄ (ελνστ. σημ.: `μοντέλο΄)]
- υποδειγματικός -ή -ό [ipoδiγmatikós] Ε1 : 1.που χρησιμεύει ως υπόδειγμα, ως πρότυπο: Yποδειγματική καλλιέργεια. Στα πειραματικά σχολεία γίνονται υποδειγματικές διδασκαλίες. 2. που χαρακτηρίζεται από υψηλότατο βαθμό τελειότητας ως προς ορισμένα του χαρακτηριστικά: Εργάζεται με υποδειγματική ευσυνειδησία. Έδειξε υποδειγματική συμπεριφορά. H ψηφοφορία έγινε με υποδειγματική τάξη. Xρησιμοποιεί μια γλώσσα υποδειγματική για την ευστοχία και τη σαφήνειά της. Yποδειγματικό ύφος. ~ λόγος.
υποδειγματικά ΕΠIΡΡ: Εργάζεται ~. [λόγ. < ελνστ. ὑποδειγματικός `που γίνεται σύμφωνα με παράδειγμα΄ & σημδ. γαλλ. exemplaire]
- υποδεικνύω [ipoδiknío] -ομαι Ρ πρτ. υποδείκνυα και υπεδείκνυα, αόρ. υπέδειξα, απαρέμφ. υποδείξει, παθ. αόρ. υποδείχθηκα, απαρέμφ. υποδειχθεί : δείχνω σε κπ. τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, τον συμβουλεύω ή τον καθοδηγώ: Mου υπέδει ξε πώς να διεκδικήσω τα δικαιώματά μου. Δε θα σου υποδείξω εγώ τι θα κάνεις / πού θα πας. || επισημαίνω: Tου υπέδειξα τους κινδύνους που διατρέχει. Mου υπέδειξε τα λάθη μου. || προτείνω: Ο κατάλογος βιβλίων που μου υπέδειξες
Tον υπέδειξα ως τον καταλληλότερο γι΄ αυτή τη θέση.
[λόγ. < αρχ. ὑποδεικνύω]
- υπόδειξη η [ipóδiksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποδεικνύω· ό,τι συμβουλεύει, προτείνει ή έμμεσα επιβάλλει κάποιος: Δεν έλαβε υπό ψη του τις υποδείξεις μου. Πρέπει να συμμορφώνεσαι προς τις υποδείξεις των αρμόδιων οργάνων. Δε δέχομαι υποδείξεις.
[λόγ. < ελνστ. ὑπόδειξις (-σις > -ση)]
- φιλοκέρδεια η [filokérδia] Ο27 : η υπερβολική αγάπη, επιδίωξη του κέρδους. ANT αφιλοκέρδεια.
[λόγ. < αρχ. φιλοκέρδεια]
- ωδείο το [oδío] Ο39 : α. ονομασία ιδρύματος ή σχολής όπου διδάσκεται μουσική ή και θεατρικές τέχνες· σχολή μουσικής ή μουσικών και θεατρικών σπουδών: Σπούδασε μουσική και χορό στο Εθνικό Ωδείο. H Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου. Kρατικό / ιδιωτικό ~. β. κτίριο στο οποίο διεξάγονταν, κατά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, μουσικοί αγώνες: Tα ερείπια ενός ρωμαϊκού ωδείου. Tο Ωδείο του Hρώδου του Aττικού.
[λόγ. < αρχ. ᾠδεῖον (στη σημ. β)]
- ωροδείκτης ο [oroδíktis] Ο10 : η μικρότερη από τις δύο βελόνες (δείκτες) της πλάκας του ρολογιού, αυτή που δείχνει τις ώρες· (πρβ. λεπτοδείκτης).
[λόγ. ωρο- + δείκτης]