Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
144 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δίγνωμος -η -ο [δíγnomos] Ε5 : (σπάν.) που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο γνώμες ή σε δύο αποφάσεις· δίβουλος.
[ελνστ. δίγνωμος]
- διχογνωμία η [δixoγnomía] Ο25 : διαφωνία, ύπαρξη δύο διαφορετικών απόψεων, η οποία μπορεί να διαταράξει τις σχέσεις των ανθρώπων: Οι διχογνωμίες ανάμεσα στο ζευγάρι οδήγησαν στο διαζύγιο. H επιτροπή δεν κατέληξε σε απόφαση, γιατί υπήρξε νομική ~.
[λόγ. διχογνωμ(ώ) -ία]
- διχογνωμώ [δixoγnomó] Ρ10.9α : έχω και υποστηρίζω μια αντίθετη γνώ μη, διαφωνώ με κτ.
[λόγ. < ελνστ. διχογνωμῶ (αρχ. διχογνωμονῶ)]
- δυσανάγνωστος -η -ο [δisanáγnostos] Ε5 : για γράμμα, για αριθμό ή για σύνολο γραμμάτων ή αριθμών που είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να διαβάζονται δύσκολα. ANT ευανάγνωστος: Yπογραφή δυσανάγνωστη.
δυσανάγνωστα ΕΠIΡΡ: Γράφει πολύ ~. [λόγ. < ελνστ. δυσανάγνωστος `δυσνόητος΄ (για σύγγραμμα) σημδ. γαλλ. illisible]
- δυσδιάγνωστος -η -ο [δizδiáγnostos] Ε5 : που δύσκολα μπορεί να διαγνωστεί.
[λόγ. < ελνστ. δυσδιάγνωστος `δυσδιάκριτος΄ κατά τη σημ. της λ. διάγνωση]
- εγνωσμένος -η -ο [eγnozménos] Ε3 : (λόγ.) για ιδιότητα προσώπου που τη γνωρίζουν και την έχουν διαπιστώσει πολλοί· (πρβ. γνωστός, διαπιστωμένος, αναγνωρισμένος): Άτομο εγνωσμένης εντιμότητας.
[λόγ. < μππ. του αρχ. ρ. γιγνώσκω]
- εμπειρογνώμονας ο [embiroγnómonas] Ο5 : το πρόσωπο που, επειδή έχει ειδική γνώση και πείρα, μπορεί και καλείται να εκφέρει γνώμη πάνω σε ένα πρακτικό ζήτημα ή πρόβλημα· (πρβ. πραγματογνώμονας): Έκθε ση / επιτροπή εμπειρογνωμόνων.
[λόγ. εμπειρογνώ μ(ων) -ονας]
- εμπειρογνώμων ο [embiroγnómon] θηλ. εμπειρογνώμων [embiroγnó mon] Ο : (λόγ.) εμπειρογνώμονας.
[λόγ. έμπειρ(ος) -ο- + γνώμ(η) -ων· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- επίγνωση η [epíγnosi] Ο33 : πλήρης, σαφής και ακριβής γνώση σχετικά με κτ.· συναίσθηση: Aναλαμβάνω την προεδρία έχοντας ~ των ευθυνών που επωμίζομαι και των δυσχερειών που θα αντιμετωπίσω.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίγνω(σις) -ση]
- ευανάγνωστος -η -ο [evanáγnostos] Ε5 : για γράμμα, για αριθμό ή για σύνολο γραμμάτων ή αριθμών που είναι γραμμένα έτσι, ώστε να διαβάζονται εύκολα. ANT δυσανάγνωστος: Ευανάγνωστο κείμενο / χειρόγρα φο. H υπογραφή πρέπει να είναι ευανάγνωστη.
ευανάγνωστα ΕΠIΡΡ: Nα γράφεις ~. [λόγ. < αρχ. εὐανάγνωστος]