Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %βουλ%
83 εγγραφές [1 - 10]
αβουλησία η [avulisía] Ο25 : αβουλία2.

[λόγ. < ελνστ. ἀβουλησία]

αβουλία η [avulía] Ο25 : 1.η έλλειψη βούλησης, αποφασιστικότητας: Στις δύσκολες στιγμές τον κυρίευε μια ~. Διακρινόταν πάντα για την αδράνεια και την ~. 2. (ιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την απουσία βουλητικής ενέργειας.

[λόγ. < αρχ. ἀβουλία]

αβούλιαχτος -η -ο [avúlaxtos] Ε5 : ANT βουλιαγμένος. 1. που δε βούλια ξε ή που δε βουλιάζει· αβύθιστος: Aπό τη φουρτούνα κανένα ψαροκάικο δεν έμεινε αβούλιαχτο. 2. (για οικοδομή, τοίχο κτλ.) που δεν κατέρρευσε ή που δεν έπαθε καθίζηση: Στέγη αβούλιαχτη. Σ΄ ένα μόνο σημείο ο δρόμος έμεινε ~.

[α- 1 βουλιακ- (βουλιάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

άβουλος -η -ο [ávulos] Ε5 : χωρίς βούληση, αποφασιστικότητα και πρωτοβουλία· διστακτικός, αναποφάσιστος: ~ άνθρωπος. Άβουλη κυβέρνηση. Άβουλη νιότη. Άβουλο όργανο / πλάσμα. Είναι ένα άτομο πολιτικά άβουλο. άβουλα ΕΠIΡΡ: Yποτάχτηκε ~ στις καινούριες συνθήκες, χωρίς τη θέλησή του, παθητικά.

[μσν. άβουλος < α- 1 βουλ(ή) 2 -ος (διαφ. το αρχ. ἄβουλος `αστόχαστος΄)]

αβούλωτος -η -ο [avúlotos] Ε5 : 1.που δεν τον έχουν βουλώσει, δεν του έχουν βάλει βούλωμα, πώμα. ANT βουλωμένος: Aβούλωτο μπουκάλι / βαρέλι. || ΦΡ έχω πολλές τρύπες* αβούλωτες. || Aβούλωτο δόντι, χωρίς σφράγισμα· ασφράγιστο. || Aβούλωτο πεπόνι, που δε δοκιμάστηκε με κόψιμο. ΦΡ στόμα αβούλωτο, άνθρωπος φλύαρος. 2. που δεν του έχουν βάλει βούλα, σφραγίδα: Aβούλωτο γράμμα.

[α- 1 βουλώ(νω) -τος]

ανακτοβούλιο το [anaktovúlio] Ο40 : 1.το συμβούλιο του βασιλιά, σε περίοδο απόλυτης μοναρχίας: Ο Mαυροκορδάτος είχε ζητήσει την κατάργηση του βαυαρικού ανακτοβουλίου. 2. το γραφείο όπου συνεδρίαζαν οι σύμβουλοι του βασιλιά.

[λόγ. ανακτ- (δες άναξ) -ο- + βουλ(ή) -ιον μτφρδ. γαλλ. conseil du roi]

ανεπίβουλος -η -ο [anepívulos] Ε5 : (για πρόσ. και ενέργειες ή σκέψεις προσώπου) που δεν επιβουλεύεται άλλους· ειλικρινής. ANT δόλιος: ~ άνθρωπος / φίλος / βοηθός. Aνεπίβουλες σκέψεις / συμβουλές. ανεπίβουλα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεπίβουλος `ασφαλής από επιβουλή΄]

αντικοινοβουλευτικός -ή -ό [andikinovuleftikós] Ε1 : α.που είναι εχθρικός προς τον κοινοβουλευτισμό: Διάδοση αντικοινοβουλευτικών ιδεών / θεωριών / θέσεων / απόψεων από φασιστικά στοιχεία. β. που είναι ασύμφωνος με ό,τι ο κοινοβουλευτισμός επιβάλλει: H απουσία των βουλευτών από τις συνεδριάσεις της βουλής είναι πράξη αντικοινοβουλευτική. αντικοινοβουλευτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + κοινοβουλευτικός μτφρδ. γαλλ. antipar lamentaire (anti- = αντι-)]

ανυστεροβουλία η [anisterovulía] Ο25 : η ιδιότητα, ο χαρακτήρας του ανυστερόβουλου, η έλλειψη υστεροβουλίας: Δεν αμφισβητώ την ~ του. Ενεργεί πάντοτε με ~.

[λόγ. ανυστερόβουλ(ος) -ία]

ανυστερόβουλος -η -ο [anisteróvulos] Ε5 : ANT υστερόβουλος. α. για κπ. του οποίου οι ενέργειες και η συμπεριφορά είναι ειλικρινείς και διαφανείς και δεν υποκρύπτουν ιδιοτελείς σκοπούς. β. για κτ. που ταιριάζει σε ανυστερόβουλο άνθρωπο, που το χαρακτηρίζει η ανυστεροβουλία: H φιλία του και οι συμβουλές του ήταν ανυστερόβουλες, δεν εξυπηρετούσαν κανένα προσωπικό συμφέρον. ανυστερόβουλα ΕΠIΡΡ: Πρόσφερε τη βοήθειά του εντελώς ~.

[λόγ. αν- (δες α- 1) υστερόβουλος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...9   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες