Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %βαρ%
177 εγγραφές [141 - 150]
λάβαρο το [lávaro] Ο41 : 1. σημαία με τα χρώματα ή και τα εμβλήματα σωματείων, συλλόγων, κομμάτων: Tα πολύχρωμα λάβαρα κυμάτιζαν στον αέρα. (έκφρ.) υψώνω* το ~ της επανάστασης. κάνω κτ. ~, το προβάλλω πάρα πολύ, το κάνω σύμβολο. 2. (εκκλ.) κομμάτι υφάσματος με ιερές παραστάσεις που περιφέρεται σε θρησκευτικές τελετές, συνήθ. αναρτημένο σε κοντάρι: Περιέφεραν το ιερό ~. 3. (ιστ.) είδος σημαίας των Ρωμαίων και των Bυζαντινών.

[λόγ. < ελνστ. λάβαρον < λατ. laba r(um) -ον `σημαία με την εικόνα του στρατηγού΄]

λιποβαρής -ής -ές [lipovarís] Ε10 : που του λείπει κτ. από το κανονικό του βάρος, λειψός· λιπόβαρος: Λιποβαρή σταθμά.

[λόγ. λιπο- 1 + βάρ(ος) -ής]

λιπόβαρος -η -ο [lipóvaros] Ε5 : που του λείπει κτ. από το κανονικό του βάρος, λειψός· λιποβαρής: H αγορανομία βρήκε τα ψωμιά του λιπόβαρα και τον τιμώρησε με πρόστιμο.

[λόγ. λιποβαρ(ής) μεταπλ. -ος]

μειξοβάρβαρος -η -ο [miksovárvaros] Ε5 : (μειωτ.) που δεν είναι γνήσιος ελληνικός: Mειξοβάρβαρη γλώσσα, που περιέχει βαρβαρισμούς. Mειξοβάρβαρο ιδίωμα. || (ως ουσ.) ο μειξοβάρβαρος, θηλ. μειξοβάρβαρη, Έλληνας που προέρχεται από επιμειξία.

[λόγ. < αρχ. μιξοβάρβαρος (ορθογρ. κατά το μείξη)]

μπουλβάρ το [bulvár] Ο (άκλ.) : το βουλεβάρτο.

[λόγ. < γαλλ. boulevard]

νεροβάρελο το [nerovárelo] Ο41 : βαρέλι όπου μαζεύουν νερό.

[νερο- + βαρέλ(ι) -ο]

ντουβάρι το [duvári] Ο44 : (οικ.) 1. τοίχος, συνήθ. εξωτερικός: Kαταστρά φηκε το σπίτι, δεν έμειναν παρά μόνο τα τέσσερα ντουβάρια. 2. (μτφ.) για άνθρωπο που δεν ξέρει αλλά και δεν μπορεί να μάθει τίποτε· κούτσουρο, τούβλο: ~ είναι αυτός! Στην τάξη μου έχω δυο τρία ντουβάρια.

[τουρκ. duvar ]

ξεκουβαριάζω [ksekuvarjázo] -ομαι Ρ2.1 : (οικ.) ξετυλίγω ένα κουβάρι. || ξεδιπλώνομαι.

[ξε- κουβαριάζω]

παραβαραίνω [paravaréno] Ρ7.4α : 1. κάνω κτ. περισσότερο βαρύ από όσο πρέπει, από το κανονικό, φορτώνω κτ. με υπερβολικό βάρος: Tο παραβάρυνες το τσουβάλι και δεν μπορώ να το σηκώσω. Έφαγα πολύ και παραβάρυνα το στομάχι μου. 2. (μτφ.) ενοχλώ, κουράζω κπ. υπερβολικά: Δε θέλω να σας παραβαρύνω. 3. αποκτώ μεγάλο, υπερβολικό βάρος: Παραβάρυνε από το πολύ φαΐ και το καθισιό. || γίνομαι δυσκίνητος, εξαντλούμαι (από γερατειά κτλ.): Γέρασε πολύ πια και παραβάρυνε.

[παρα- 2 + βαραίνω]

προβάρισμα το [provárizma] Ο49 : η δοκιμή, ιδίως ρούχων: Tο ~ του φορέματος / του παντελονιού.

[προβάρ(ω) -ισμα]

< Προηγούμενο   1... 13 14 [15] 16 17 18   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες