Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
405 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθυπίλαρχος ο [anθipílarxos] Ο20α : (στρατ.) αξιωματικός του όπλου των τεθωρακισμένων (ή παλαιότερα του ιππικού), του οποίου ο βαθμός αντιστοιχεί προς το βαθμό του ανθυπολοχαγού του πεζικού.
[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υπίλαρχος]
- ανθυπομοίραρχος ο [anθipomírarxos] Ο20α : (παλαιότ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον ανθυπασπιστή και κατώτερος από τον υπομοίραρχο, αντίστοιχος με τον ανθυπολοχαγό του στρατού ξηράς.
[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υπομοίραρχος]
- ανθυποπλοίαρχος ο [anθipoplíarxos] Ο20α : α.(στρατ.) βαθμός κατώτερου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από το σημαιοφόρο και κατώτερος από τον υποπλοίαρχο, αντίστοιχος με τον υπολοχαγό του στρατού ξηράς. β. ο γ' πλοίαρχος στο εμπορικό ναυτικό.
[λόγ. ανθ- (δες αντι-) + υποπλοίαρχος]
- αντιαυταρχικός -ή -ό [andiaftarxikós] Ε1 : που αρνείται την αυταρχία, τον αυταρχισμό και επομένως δεν είναι αυταρχικός: Aντιαυταρχική αγωγή / εκπαίδευση. Aντιαυταρχικό σχολείο.
αντιαυταρχικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + αυταρχικός]
- αντιδήμαρχος ο [andiδímarxos] Ο19 θηλ. αντιδήμαρχος [andiδímarxos] Ο36 : μέλος του δημοτικού συμβουλίου που στην ιεραρχία βρίσκεται αμέσως μετά το δήμαρχο και έχει την εποπτεία ενός συγκεκριμένου τομέα: Ο ~ για την καθαριότητα / για τα πάρκα.
[λόγ. αντι- δήμαρχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- αντιμοναρχικός -ή -ό [andimonarxikós] Ε1 : που είναι αντίθετος ή εχθρικός στο μονάρχη και ιδίως στο θεσμό της μοναρχίας· (πρβ. αντιβασιλικός). ANT φιλομοναρχικός: H αντιμοναρχική παράταξη / συνωμοσία. Aντιμοναρχικές διαδηλώσεις.
αντιμοναρχικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γαλλ. anti monarchique < anti- = αντι- + monarchique = μοναρχικός]
- αντιναύαρχος ο [andinávarxos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού, αμέσως ανώτερος από τον υποναύαρχο, αντίστοιχος του αντιστρατήγου στο στρατό ξηράς: Διακριτικά / σήμα / διαταγές του αντιναυάρχου.
[λόγ. αντι- ναύαρχος μτφρδ. γαλλ. vice-amiral ή αγγλ. vice admiral]
- αντιπειθαρχικός -ή -ό [andipiθarxikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από άρνηση ή παράβαση των κανόνων της πειθαρχίας: Aντιπειθαρχική συμπεριφορά / ενέργεια. Aντιπειθαρχικό κίνημα.
αντιπειθαρχικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. αντι- + πειθαρχικός μτφρδ. γαλλ. insubordonné]
- αντιπλοίαρχος ο [andiplíarxos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτερου αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού και του λιμενικού σώματος, ανώτερος από τον πλωτάρχη και κατώτερος από τον πλοίαρχο, αντίστοιχος με τον αντισυνταγματάρχη του στρατού ξηράς.
[λόγ. αντι- πλοίαρχος κατά το αντιναύαρχος]
- αντιπτέραρχος ο [andiptérarxos] Ο20α : (στρατ.) βαθμός ανώτατου αξιωματικού της πολεμικής αεροπορίας, αμέσως ανώτερος από τον υποπτέραρχο, αντίστοιχος του αντιστρατήγου στο στρατό ξηράς: Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Aεροπορίας είναι ~.
[λόγ. αντι- πτέραρχος]