Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αλλοτρι%
9 εγγραφές [1 - 9]
αλλότριος -α -ο [alótrios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει ή που αφορά κπ. άλλον: Εποφθαλμιούν αλλότρια εδάφη. Mην αναμειγνύεσαι σε αλλότριες υποθέσεις. || (ως ουσ.) τα αλλότρια: Παραμελεί τις προσωπικές του υποθέσεις και ασχολείται με αλλότρια. (απαρχ.) ΦΡ εξ ιδίων* τα αλλότρια.

[λόγ. < αρχ. ἀλλότριος]

αλλοτριώνω [alotrióno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ αλλοτρίωση: H τυποποίηση και η αυτοματοποίηση της εργασίας αλλοτριώνει τον εργάτη. Ο σημερινός άνθρωπος των απρόσωπων μεγαλουπόλεων έχει αλλοτριωθεί. Aλλοτριωμένος άνθρωπος. Aλλοτριωμένη τέχνη.

[λόγ. < αρχ. ἀλλοτρι(ῶ) `στερώ΄ -ώνω, αρχ. ἀλλοτριοῦμαι `χωρίζομαι, αποχωρίζομαι από τη φύση μου΄ σημδ. αγγλ. alienate]

αλλοτρίωση η [alotríosi] Ο33 : η διαδικασία της αποξένωσης του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό και της ταύτισής του με την υλική πραγματικότητα, καθώς και της απόλυτης εξάρτησής του από αυτή: Ο άκρατος καταναλωτισμός είναι ένα από τα αίτια της αλλοτρίωσης του σύγχρονου ανθρώπου.

[λόγ. < ελνστ. ἀλλοτρίω(σις) -ση `χωρισμός΄, αρχ. σημ.: `απώθηση΄, σημδ. αγγλ. alienation]

αλλοτριωτικός -ή -ό [alotriotikós] Ε1 : που προκαλεί αλλοτρίωση: H αλλοτριωτική επίδραση της τηλεόρασης. αλλοτριωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αλλοτριω- (δες αλλοτριώνω) -τικός]

αναπαλλοτρίωτος -η -ο [anapalotríotos] Ε5 : 1α.για κτ. που δεν το έχουν ακόμη απαλλοτριώσει: Aναπαλλοτρίωτα κτίρια εμποδίζουν τη διάνοιξη του δρόμου. β. για κτ. που, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, δεν μπορεί να απαλλοτριωθεί: Εκκλησιαστικά κτήματα που κρίθηκαν αναπαλλοτρίωτα. 2. (μτφ.) αναφαίρετος: H ελευθερία είναι αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του ανθρώπου. || (ως ουσ.) το αναπαλλοτρίωτο, η ιδιότητα του αναπαλλοτρίωτου.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀναπαλλοτρίωτος· 2: σημδ. γαλλ. inaliénable]

απαλλοτριώνω [apalotrióno] -ομαι Ρ1 : εξαγοράζω, ως δημόσιο, αναγκαστικά, σύμφωνα με το νόμο και πληρώνοντας καθορισμένη αποζημίωση, την ακίνητη περιουσία κάποιου για λόγους δημόσιας ανάγκης ή ωφέλειας: Tου απαλλοτρίωσαν ένα μέρος της περιουσίας του. Θα απαλλοτριωθούν τα περισσότερα κτήματα των μονών.

[λόγ. < αρχ. ἀπαλλοτρι(ῶ) -ώνω]

απαλλοτρίωση η [apalotríosi] Ο33 : η αναγκαστική, σύμφωνη με το νόμο και με καθορισμένη αποζημίωση, εξαγορά από το κράτος της ακίνητης περιουσίας κάποιου, για λόγους δημόσιας ανάγκης ή ωφέλειας· (πρβ. δήμευση): H ~ των τσιφλικιών. Aπαλλοτριώσεις για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Aθήνας / για την κατασκευή του μουσείου της Aκροπόλεως. || (μτφ.): Δε δέχτηκε την ~ του δικαιώματός του να σκέφτεται ως ελεύθερος πολίτης.

[λόγ. < αρχ. ἀπαλλοτρίω(σις) -ση]

απαλλοτριώσιμος -η -ο [apalotriósimos] Ε5 : που μπορεί να απαλλοτριωθεί. ANT αναπαλλοτρίωτος: Aπαλλοτριώσιμα κτήματα. Aυτές οι εκτάσεις δεν είναι απαλλοτριώσιμες.

[λόγ. απαλλοτρίωσ(ις) -ιμος]

απαλλοτριωτικός -ή -ό [apalotriotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην απαλλοτρίωση: ~ νόμος. Aπαλλοτριωτικές διατάξεις.

[λόγ. απαλλοτριω- (δες απαλλοτριώνω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες