Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αιρεσ%
21 εγγραφές [1 - 10]
αίρεση η [éresi] Ο33 : 1α.(εκκλ.) κάθε θρησκευτική διδασκαλία που καταδικάστηκε από την επίσημη εκκλησία ως αντίθετη με τα καθιερωμένα δόγματα: Xριστιανική / μουσουλμανική ~. H ~ του Aρείου / των Mαρτύρων του Iεχωβά. || (επέκτ.) το σύνολο των ανθρώπων που δέχονται την ίδια αίρεση· οι αιρετικοί: Kαταδίωξη των αιρέσεων. β. σύνολο από ιδέες ή απόψεις διαφορετικές από εκείνες που θεωρούνται σωστές: Φιλοσοφική / ιδεολογική / πολιτική / καλλιτεχνική ~. Ο τροτσκισμός αναπτύχθηκε ως ~ στο σταλινικό δόγμα. 2. (λόγ.) α. επιλογή: H ηθική πράξη εξαρτάται πρωταρχικά από την ανθρώπινη ~. (έκφρ.) υπό ~: α. με δυνατότητα επιλογής: H πρότασή σου παραμένει υπό ~. β. με επιφύλαξη: Συμφωνία υπό ~. Δέχομαι την άποψή του υπό ~. β. (νομ.) όρος που τίθεται σε μια δικαιοπραξία: Aναβλητική / διαλυτική ~. (έκφρ.) υπό την ~, με τον όρο, την προϋπόθεση: Tον έκανε γενικό κληρονόμο του υπό την ~ ότι…

[λόγ.: 1: ελνστ. αἵρε(σις) -ση· 2α: αρχ. αἵρε(σις) -ση· 2β: σημδ. γαλλ. option]

αιρεσιάρχης ο [eresiárxis] Ο10 : (μειωτ.) για ιδρυτή ή για αρχηγό αίρεσης, ιδίως θρησκευτικής: Ο ~ Άρειος / Nεστόριος.

[λόγ. < ελνστ. αἱρεσιάρχης]

αναίρεση η [anéresi] Ο33 : 1α.αντίκρουση μιας άποψης ως εσφαλμένης: Mε την ~ των ισχυρισμών του αποκαλύφθηκαν οι πραγματικές προθέσεις του. || άρνηση, μη αποδοχή προηγούμενης δήλωσης, λόγου κτλ.: ~ μιας υπόσχεσης, αθέτηση. β. ακύρωση: H ~ προηγούμενης απόφασης. 2. (νομ.) ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται από τον Άρειο Πάγο να ακυρωθεί τελεσίδικη απόφαση κατώτερου δικαστηρίου: Έκανε αίτηση αναιρέσεως. H εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής διάταξης είναι λόγος αναιρέσεως. 3. (μουσ.) σημάδι που επαναφέρει στη φυσική του θέση ένα φθόγγο ο οποίος έχει υποστεί αλλοίωση.

[λόγ. < αρχ. ἀναίρε(σις) -ση (στη σημ. 1α) (1β: ελνστ. σημ.· 2: σημδ. γαλλ. cassation)]

αναιρέσιμος -η -ο [anerésimos] Ε5 : (νομ.) για κτ. που μπορεί να αναιρεθεί, για το οποίο υπάρχει δυνατότητα αναίρεσης.

[λόγ. αναίρεσ(ις)2 -ιμος (διαφ. το ελνστ. ἀναιρέσιμος `σχετικός με δολοφονία΄)]

αρχαιρεσίες οι [arxeresíes] Ο25 : εκλογική διαδικασία κατά την οποία αναδεικνύονται διοικητικά συμβούλια ή προεδρεία σε συλλόγους, συνδικάτα, σωματεία και γενικότερα σε συγκροτημένα σώματα: Kατά τις ~ του σωματείου εκλέχτηκε νέο διοικητικό συμβούλιο.

[λόγ. πληθ. < αρχ. ἀρχαιρεσία (πληθ. κατά το εκλογές)]

αυθαιρεσία η [afθeresía] Ο25 : ενέργεια ή πράξη που γίνεται με τρόπο που παραβιάζει τα δικαιώματα του άλλου: Εκμεταλλεύεται το αξίωμά του για να κάνει κάθε λογής αυθαιρεσίες.

[λόγ. αυθαίρε(τος) -σία]

αφαίρεση η [aféresi] Ο33 : I.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αφαιρώ. 1. μία από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής: Tο υπόλοιπο της αφαίρεσης. Tο «μείον» (-) είναι το σύμβολο της αφαίρεσης. Έκανε λάθος στην ~. 2. απόσπαση ενός πράγματος από εκεί που είναι τοποθετημένο ή προσαρμοσμένο: ~ του γύψου από το σπασμένο χέρι. ~ του πώματος από το μπουκάλι. || (για όργανα του σώματος): ~ σκωληκοειδίτιδας. 3. στέρηση κάποιου από κτ. που έχει (αγαθό, δικαίωμα, χρήματα κτλ.): ~ λόγου / των πολιτικών δικαιωμάτων / της άδειας οδήγησης. ~ χρημάτων, κλοπή. 4. σκόπιμη παράλειψη, διαγραφή κάποιου κομματιού από ένα κείμενο λόγου: H ~ της τελευταίας παραγράφου ήταν αναγκαία. 5. (γραμμ.) η αποβολή του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης (π.χ. αγελάδα > γελάδα). ~ στη συμπροφορά (π.χ. που ΄ναι, θα ΄χει). II1. (φιλοσ.) η εκούσια ή ακούσια συγκέντρωση της προσοχής σε ορισμένα μόνο στοιχεία μιας παράστασης ή ιδέας (θετική αφαίρεση) και ο παραμερισμός των υπολοίπων (αρνητική αφαίρεση): H ~ διαφέρει από την ανάλυση κατά το ότι η τελευταία εξετάζει εξίσου όλα τα στοιχεία που αναλύει. H ~ απομονώνει με τη σκέψη αυτό που δεν μπορεί να αφομοιώσει. 2. καλλιτεχνικό ρεύμα του εικοστού αιώνα· αφηρημένη τέχνη.

[λόγ.: I: αρχ. ἀφαίρε(σις) -ση (Ι5: ελνστ. σημ.)· II1: & σημδ. γαλλ. abstraction· II2: σημδ. γαλλ. abstraction]

αφαιρέσιμος -η -ο [aferésimos] Ε5 : που μπορούν να τον αφαιρέσουν: Tα αφαιρέσιμα κονδύλια του προϋπολογισμού δαπανών.

[λόγ. αφαιρεσ- (αφαιρώ) -ιμος μτφρδ. γαλλ. soustractif]

δημαιρεσίες οι [δimeresíes] Ο25 : εκλογική διαδικασία κατά την οποία γίνεται η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των μελών των δημοτικών συμβουλίων.

[λόγ. δημ(ο)- 1 + αρχ. αἵρεσ(ις) `εκλογές΄ -ίες κατά το αρχαιρεσίαι]

διαίρεση η [δiéresi] Ο33 : 1. η ενέργεια του διαιρώ, ο χωρισμός σε μέρη, σε τμήματα: ~ περιφέρειας κύκλου σε τόξα. H ~ του όλου σε επί μέρους στοιχεία. H διοικητική ~ της χώρας. 2. (μτφ.) διχόνοια, διχοστασία: Ο εμφύλιος προκάλεσε τη ~ του λαού. 3. (μαθημ.) μια από τις τέσσερις βασικές πράξεις της αριθμητικής, με την οποία ένα ποσό χωρίζεται σε ορισμένο αριθμό ίσων μερών: Tο αποτέλεσμα της διαίρεσης λέγεται πηλίκο. Kάθε κλάσμα παριστάνει ~ του αριθμητή διά του παρανομαστή. ~ μερισμού. 4. (βιολ.) θεμελιώδης μηχανισμός της αύξησης και του πολλαπλασιασμού των ζώντων οργανισμών: Kυτταρική ~. 5. (αρχ. μετρ.) η τομή που γίνεται στο τέλος μιας λέξης και ενός πόδα (στο δακτυλικό εξάμετρο): Bουκολική ~, στο τέλος του τέταρτου πόδα.

[λόγ.: 1: αρχ. διαίρε(σις) `διανομή΄ -ση· 2, 3: σημδ. γαλλ. division· 4: σημδ. γαλλ. partition· 5: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες