Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
363 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγκαινιασμός ο [engeniazmós] Ο17 : 1.η πρώτη αρχή, η έναρξη μιας διαδικασίας, μιας σειράς ενεργειών, ενός προγράμματος κτλ.: Οι σκοποί της Εταιρείας άρχισαν να γίνονται ευρύτερα γνωστοί με τον εγκαινιασμό της δράσης της προς τα έξω. 2. η τελετή των εγκαινίων (τεχνικού έργου ή ναού)· εγκαίνια: Παραβρέθηκε στον εγκαινιασμό.
[λόγ. < μσν. εγκαινιασμός < ελνστ. ἐγκαινισμός κατά το εγκαινιάζω]
- εγκατασταίνω [eŋgatasténo] -ομαι Ρ αόρ. εγκατάστησα, απαρέμφ. εγκαταστήσει, παθ. αόρ. εγκαταστάθηκα, απαρέμφ. εγκατασταθεί, μππ. εγκαταστημένος : (προφ.) εγκαθιστώ.
[λόγ. < εγκαθιστώ μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. εγκαταστ-]
- εκβλαστάνω [ekvlastáno] & εκβλασταίνω [ekvlasténo] Ρ (βλ. βλασταίνω) : (συνήθ. για φυτό) εκφύομαι από κάπου.
[λόγ. < αρχ. ἐκβλαστάνω· λόγ. μεταπλ. κατά το βλασταίνω]
- ελάινος -η -ο [eláinos] Ε5 : (λόγ.) που προέρχεται ή είναι φτιαγμένος από ελιά: Ελάινο στεφάνι, από φύλλα και κλάδους ελιάς. Ελάινο ξύλο.
[λόγ. < αρχ. ἐλάϊνος]
- ελαφραίνω [elafréno] Ρ7.4α : (πρβ. ελαφρύνω). 1. χάνω από το βάρος μου, γίνομαι ελαφρότερος. ANT βαραίνω. 2. αφαιρώ από βάρος, κάνω να γίνει κτ. ελαφρότερο: Ελαφραίνω το φορτίο.
[μσν. ελαφραίνω < ελα φρ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]
- εμορφαίνω [emorféno] Ρ7.4α : (λαϊκότρ., λογοτ.) ομορφαίνω.
[μσν. *εμορφαίνω (πρβ. μσν. ομορφαίνω) < έμορφ(ος) -αίνω]
- εμφαίνω [emféno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) εκθέτω κτ. για να γίνει φανερό, το παρουσιάζω, το δείχνω, το φανερώνω. || (έκφρ.) εμφαίνεται ότι
, γίνεται φανερό, φαίνεται, προκύπτει.
[λόγ. < αρχ. ἐμφαίνω]
- εξυγιαίνω [eksijiéno] -ομαι Ρ7.2 : α.(ιδ. για οργάνωση, υπηρεσία ή ομαδική δραστηριότητα) επαναφέρω κτ. σε καλή κατάσταση ή σε σωστή λειτουργία: H κυβέρνηση προσπαθεί να εξυγιάνει τις δημόσιες υπηρεσίες. || (ειδικότ.) για οικονομική εξυγίανση: Nα εξυγιανθεί το κύκλωμα εμπορίας σιτηρών. β. (σπάν.) καταπολεμώ και εξαφανίζω τις εστίες μόλυνσης που υπάρχουν σε ένα χώρο: ~ ένα χώρο / μια περιοχή.
[λόγ. < αρχ. ἐξυγιαίνω `ξαναβρίσκω την υγεία μου΄ σημδ. γαλλ. assainir]
- εξυφαίνω [eksiféno] -ομαι Ρ7.2 : οργανώνω, σχεδιάζω κτ. μυστικά ή ύπουλα, κυρίως μυστική ομαδική ενέργεια που στρέφεται εναντίον κάποιου: Εξυφαίνεται συνωμοσία.
[λόγ. < αρχ. ἐξυφαίνω `τελειώνω την ύφανση΄ (η μτφ. σημ. ελνστ.)]
- επαινετικός -ή -ό [epenetikós] Ε1 : που εκφράζει έπαινο: Επαινετικά λόγια / σχόλια. Επαινετική κριτική / διάθεση.
επαινετικά ΕΠIΡΡ: Mιλάω ~ για κπ. / για κτ. [λόγ. < αρχ. ἐπαινετικός]