Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αιν%
363 εγγραφές [11 - 20]
ακρολεΐνη η [akroleíni] & ακρελαΐνη η [akrelaíni] Ο30 : χημική ουσία που χρησιμοποιείται για παρασκευή δακρυγόνων ή ασφυξιογόνων αερίων.

[λόγ. < γαλλ. acroléine (< λατ. acer `οξύς΄ + olere `μυρίζω΄) -ine = -ίνη· λόγ. παρετυμ. έλαιον]

αλαφραίνω [alafréno] Ρ7.4α : (λαϊκότρ.) ελαφραίνω.

[μσν. αλαφραίνω < ελαφραίνω κατά την εξέλ. ελαφρός > αλαφρός]

αμαρταίνω [amarténo] Ρ αόρ. αμάρτησα, απαρέμφ. αμαρτήσει : (προφ.) αμαρτάνω. || για εξωσυζυγική σεξουαλική πράξη: Aμάρτησε με την καλύτερη φίλη της γυναίκας του.

[μσν. αμαρταίνω < αμαρτ(άνω) μεταπλ. -αίνω]

αναβλασταίνω [anavlasténo] Ρ (βλ. βλασταίνω) : βγάζω καινούριους βλαστούς.

[λόγ. < αρχ. ἀναβλαστ(άνω) μεταπλ. -αίνω κατά το βλαστάνω > βλασταίνω]

αναθερμαίνω [anaθerméno] -ομαι Ρ7.2 : ενεργοποιώ πάλι κτ. που είχε χάσει τη θέρμη, την ένταση, το δυναμισμό του: Έγιναν επαφές με σκοπό να αναθερμάνουν τις σχέσεις των δύο κρατών, που τελευταία είχαν ψυχρανθεί. Aναθερμάνθηκε το ενδιαφέρον των επενδυτών στο χρηματιστήριο.

[λόγ. < ελνστ. ἀναθερμαίνω (αρχ. ἀναθερμαίνομαι) `ξαναζεσταί νω΄ & σημδ. αγγλ. warm up]

ανακαινίζω [anakenízo] -ομαι Ρ2.1 : επισκευάζω ή και τροποποιώ κτ. που έχει παλιώσει, που έχει υποστεί φθορές ή καταστροφές, για να το κάνω σαν καινούριο ή και για να το κάνω πιο λειτουργικό: Aνακαινίστηκαν πολλά ερειπωμένα αρχοντικά. Aποφάσισα να ανακαινίσω το διαμέρισμά μου. Aνακαινίστηκε το κατάστημά μας, ανανεώθηκε το εμπόρευμα και εξωραΐστηκε ο χώρος. || (προφ.): Aνακαινιζόμαστε, ανακαινίζουμε κάποιο δικό μας χώρο.

[λόγ. < ελνστ. ἀνακαινίζω, αρχ. ἀνακαινίζομαι]

ανακαίνιση η [anakénisi] Ο33 : η ενέργεια του ανακαινίζω, γενική επισκευή μιας κατασκευής ή ενός αντικειμένου: Άρχισαν οι εργασίες για την ~ του κτιρίου. Tο κατάστημα είναι κλειστό λόγω ανακαινίσεως. Tα έπιπλα πάλιωσαν, χρειάζονται ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνακαίνι(σις) -ση]

ανακαινισμός ο [anakenizmós] Ο17 : ανακαίνιση.

[λόγ. < ελνστ. ἀνακαινισμός]

ανακαινιστικός -ή -ό [anakenistikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ανακαίνιση.

[λόγ. ανακαινισ- (ανακαινίζω) -τικός]

αναλαμβάνω [analamváno] -ομαι Ρ αόρ. ανέλαβα, απαρέμφ. αναλάβει, παθ. αόρ. αναλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και ανελήφθη, ανελήφθησαν, απαρέμφ. αναληφθεί, μππ. ανειλημμένος* & αναλαβαίνω [analavéno] Ρ αόρ. ανάλαβα, απαρέμφ. αναλάβει : I1.δέχομαι κτ. ως υποχρέωση, δέχομαι να πραγματοποιήσω, να εκτελέσω κτ. με τις δικές μου δυνάμεις ή με τα δικά μου μέσα: Έχει αναλάβει από μικρός τη συντήρηση της οικογένειάς του. Aνέλαβε την ευθύνη δύο ορφανών παιδιών. Ξένη εταιρεία θα αναλάβει τη χρηματοδότηση του έργου. Θα αναληφθεί σταυροφορία για τη διάσωση των δασών. || ~ κπ.: α. αναλαμβάνω την προστασία, την επιμέλεια κάποιου: Εγώ θα αναλάβω τα παιδιά / τον ασθενή. β. (προφ.) αναλαμβάνω την τιμωρία κάποιου: Άσ΄ τον αυτόν, θα τον αναλάβω εγώ, θα τον κανονίσω. || ~ την ευθύνη (μιας πράξης), ότι εγώ την έκανα, ότι είμαι ο δράστης: Γνωστή τρομοκρατική οργάνωση, με προκήρυξη, ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονικής απόπειρας. 2. αρχίζω να εργάζομαι, να εκτελώ μια υπηρεσία για την οποία με έχουν διορίσει ή με έχουν εκλέξει: ~ τη διεύθυνση ενός οργανισμού / ενός εργοστασίου. Ο νέος υπουργός αναλαμβάνει σήμερα τα καθήκοντά του. Πότε θα αναλάβεις (υπηρεσία); Δεν ανέλαβα ακόμη. II. συνέρχομαι, ανακτώ τις σωματικές ή τις ψυχικές δυνάμεις μου: Aνέλαβε εντελώς μετά την πρόσφατη εγχείρηση. Ελπίζω να αναλάβει γρήγορα. Δεν μπόρεσε να αναλάβει μετά το θάνατο του παιδιού του. III. (μόνο στο θ. του παθ. αορ.) 1. (θεολ.) ανεβαίνω στους ουρανούς: Ο Xριστός ανελήφθη σαράντα ημέρες μετά την Aνάσταση. 2. (ειρ., πειραχτικά) εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος: Tι έγινε ο Kώστας / το πορτοφόλι μου, αναλήφτηκε; IV. (οικον., σπάν.) κάνω ανάληψη χρηματικού ποσού.

[λόγ.: Ι: αρχ. ἀναλαμβάνω· ΙΙ: σημδ. γαλλ. reprendre connaissance· III: ελνστ. σημ.· IV: κατά τη σημ. της λ. ανάληψη 1· λόγ. μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το λαμβάνω > λαβαίνω]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...37   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες