Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αγων%
64 εγγραφές [21 - 30]
ατετραγώνιστος -η -ο [atetraγónistos] Ε5 : που δεν έχει ή που δεν μπορεί να πάρει τετράγωνο σχήμα. ANT τετραγωνισμένος: Aτετραγώνιστο χωράφι.

[λόγ. α- 1 τετραγωνισ- (τετραγωνίζω) -τος]

δευτεραγωνιστής ο [δefteraγonistís] Ο7 θηλ. δευτεραγωνίστρια [δefteraγonístria] Ο27 : ηθοποιός που υποδύεται ένα δευτερεύοντα ρόλο, ιδίως σε θεατρική παράσταση.

[λόγ. < ελνστ. δευτεραγωνιστής, αρχ. σημ.: `υποστηρικτής΄· λόγ. δευτεραγωνισ(τής) -τρια]

διαγωνίζομαι [δiaγonízome] Ρ2.1β : περνώ μια δοκιμασία, αμιλλώμαι (μαζί με άλλους) για να πετύχω, να κερδίσω κτ. (μια θέση, ένα βραβείο κ.ά.): Οι υποψήφιοι θα διαγωνιστούν σε τρία μαθήματα. Επιλέχτηκαν οι ταινίες / τα τραγούδια που θα διαγωνιστούν στο φεστιβάλ.

[λόγ. < αρχ. διαγωνίζομαι `αγωνίζομαι εναντίον΄]

διαγώνιος -α / -ος -ο [δiaγónios] Ε15 : 1. (μαθημ., για ευθεία) που ενώνει δύο μη διαδοχικές γωνίες (κορυφές) ενός πολυγώνου: Διαγώνιες ευθείες. || (ως ουσ.) η διαγώνιος, η ευθεία που ενώνει δύο μη διαδοχικές γωνίες (κορυφές) ενός πολυγώνου: ~ τετραγώνου / εξαγώνου / εξαπλεύρου. 2. πλάγιος, λοξός: ~ δρόμος. Διαγώνια σχήματα. διαγωνίως & διαγώνια ΕΠIΡΡ: Διέσχισε το δρόμο ~. Διαβάζω* ~.

[λόγ. < ελνστ. διαγώνιος, διαγωνίως]

διαγώνισμα το [δiaγónizma] Ο49 : γραπτή εξέταση των μαθητών: Σήμερα έχουμε ~ στην Iστορία. Tι βαθμό πήρες στο ~; Πρόχειρο / επαναληπτικό ~. || το αντίστοιχο γραπτό δοκίμιο: Διόρθωση διαγωνισμάτων.

[λόγ. διαγωνισ- (διαγωνίζομαι) -μα]

διαγωνισμός ο [δiaγonizmós] Ο17 : δοκιμασία στην οποία υποβάλλεται κάποιος προκειμένου να πετύχει ή να κερδίσει κτ. (μια θέση, μια νίκη, ένα βραβείο κ.ά.): Προκηρύσσεται ~ για την πλήρωση δέκα κενών θέσεων. ~ ποίησης / πεζογραφίας / μυθιστορήματος / ζωγραφικής. ~ ομορφιάς, καλλιστεία. Πλειοδοτικός* / μειοδοτικός* ~. || (πληθ.) οι επίσημες γραπτές εξετάσεις των μαθημάτων και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα: Πώς πήγες στους διαγωνισμούς;

[λόγ. < μσν. διαγωνισμός `έντονη προσπάθεια΄ κατά τη σημ. της λ. διαγωνίζομαι < διαγωνισ- (διαγωνίζομαι) -μός]

δωδεκάγωνος -η -ο [δoδekáγonos] Ε5 : (μαθημ.) για σχήμα που έχει δώδεκα γωνίες και κατά συνέπεια και δώδεκα πλευρές, συνήθ. ως ουσ. το δωδεκάγωνο.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. δωδεκάγωνον τό]

ενάγων ο [enáγon] θηλ. ενάγουσα [enáγusa] Ο (βλ. Ε12) : (νομ.) ο ένας από τους δύο διαδίκους, αυτός ο οποίος έχει κάνει την αγωγή εναντίον του άλλου (του εναγομένου) ζητώντας την επανόρθωση ζημίας που έπαθε· (πρβ. κατήγορος, εγκαλών): Πολιτικώς ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐνάγων μεε. του αρχ. ρ. ἐνάγω· λόγ. ενάγ(ων) -ουσα]

εναγώνιος -α -ο [enaγónios] Ε6 : (λόγ., για ενέργεια, έκφραση κτλ.) που γίνεται με μεγάλη ανησυχία και ένταση της ψυχής, με ψυχική αγωνία· αγωνιώδης: Εναγώνια προσπάθεια / προσδοκία / αναζήτηση. || Εναγώνιες επικλήσεις / κραυγές. Εναγώνιο ύφος / βλέμμα. εναγωνίως ΕΠIΡΡ με αγωνία, αγωνιωδώς: Aναμένω ~. Aναζητούσαν ~ λύση.

[λόγ. < αρχ. ἐναγώνιος· λόγ. < ελνστ. ἐναγωνίως]

εξαγωνικός -ή -ό [eksaγonikós] Ε1 : που έχει σχήμα εξαγώνου.

[λόγ. < ελνστ. ἑξαγωνικός]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες