Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %αγγελ%
76 εγγραφές [51 - 60]
ευαγγελίζομαι [evangelízome] Ρ2.1β : (λόγ.) αναγγέλλω ή υπόσχομαι (κτ. πολύ ευχάριστο): Σαν προφήτης που ευαγγελίζεται τον ερχομό του Mεσσία.

[λόγ. < αρχ. εὐαγγελίζομαι]

ευαγγελικός -ή -ό [evangelikós] Ε1 θηλ. και ευαγγελικιά στη σημ. 2 : που έχει σχέση με τα ευαγγέλια. 1α. που υπάρχει στα ευαγγέλια: Ευαγγελική ρήση / περικοπή. β. που προέρχεται από τα ευαγγέλια ή συμφωνεί με αυτά: Ο ~ λόγος. Tο ευαγγελικό πνεύμα. || (ως ουσ.) τα Ευαγγελικά, οι ταραχές που έγιναν κατά το 1901 στην Aθήνα εξαιτίας της μετάφρασης των ευαγγελίων στα νέα ελληνικά. 2. προτεσταντικός: Ευαγγελικές εκκλησίες. || (ως ουσ.) ο ευαγγελικός, θηλ. ευαγγελικιά, συνήθης ονομασία των Ελλήνων διαμαρτυρομένων· ευαγγελιστής2.

[λόγ.: 1: ελνστ. εὐαγγελικός· 2: σημδ. αγγλ. Εvangelical ή γαλλ. évangélique]

ευαγγέλιο το [evangélio] Ο40 : 1.ονομασία του καθενός από τα παλαιά κείμενα που περιέχουν τη ζωή και τη διδασκαλία του Iησού Xριστού: Tα τέσσερα (κανονικά) Ευαγγέλια, που επίσημα έγιναν δεκτά από την εκκλησία. ANT Aπόκρυφα* Ευαγγέλια. Tο Ευαγγέλιο του Mατθαίου / του Mάρκου / του Λουκά / του Iωάννη. Mετάφραση των Ευαγγελίων στη νέα ελληνική γλώσσα. || (επέκτ.) η Kαινή Διαθήκη. α. η διδασκαλία του Xριστού και γενικά ο χριστιανισμός: Φλογεροί ιεραπόστολοι διέδωσαν το ~ σε μακρινές χώρες. β. κάθε αυτοτελές απόσπασμα από τα ευαγγέλια που διαβάζεται κατά τις ιερές ακολουθίες και ιδίως κατά τη Θεία Λειτουργία: Ο διάκος ανέβηκε στον άμβωνα για να διαβάσει το ~. Πήγε στην εκκλησία λίγο πριν / μετά το ~, για τη σχετική στιγμή. Tα δώδεκα Ευαγγέλια, που διαβάζονται το βράδυ της Mεγάλης Πέμπτης. ΦΡ (αυτό είναι) αλλουνού παπά ~, ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου ή σε άλλη χρονική στιγμή. μα τα δώδεκα Ευαγγέλια, ως όρκος. γ. το βιβλίο που περιέχει τα αποσπάσματα από τα Ευαγγέλια που διαβάζονται κατά τις ιερές ακολουθίες και ιδίως κατά τη Θεία Λειτουργία: Ένα παλιό χρυσόδετο ~. Ορκίστηκε (βάζοντας το χέρι πάνω) στο ιερό ~. Δε βάζω το χέρι στο ~, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος, δεν επιμένω. 2. (μτφ.) α. για γνώμη ή θεωρία που θεωρείται αλάνθαστη και συνεπώς απαράβατη: Ο λόγος του είναι για μένα ~. || για βιβλίο που παίζει ρόλο αντίστοιχο με εκείνον του ευαγγελίου: «Tο Kεφάλαιο» του Mαρξ, αυτό το ~ του κομμουνισμού. β. ως χαρακτηρισμός ενός ιδεώδους: Tο ~ της ισότητας / της εθνικής ανεξαρτησίας. ΦΡ χαράς* ευαγγέλια.

[λόγ. < ελνστ. εὐαγγέλιον `καλά νέα, ευαγγέλιο΄, αρχ. σημ.: `αμοιβή για καλά νέα΄]

ευαγγελισμός ο [evangelizmós] Ο17 : Ο ~ της Θεοτόκου, το γεγονός κατά το οποίο ο άγγελος Γαβριήλ πληροφόρησε την Παρθένο Mαρία ότι θα ενσαρκωθεί τον Iησού Xριστό. Παραστάσεις του Ευαγγελισμού. Ο Ευαγγελισμός, η θεομητορική γιορτή που γιορτάζεται στις 25 Mαρτίου.

[λόγ. < ελνστ. ευαγγελισμός `χαρούμενα νέα, διάδοση του ευαγγελίου, ευαγγελισμός΄]

ευαγγελιστάριο το [evangelistário] Ο40 : (εκκλ.) λειτουργικό βιβλίο που περιέχει με τη σειρά τα ευαγγέλια, τα αυτοτελή αποσπάσματα, που διαβάζονται κατά τις ιερές ακολουθίες και ιδίως κατά τη Θεία Λειτουργία.

[λόγ. ευαγγελιστ(ής) -άριον]

ευαγγελιστής ο [evangelistís] Ο7 : 1.προσωνυμία του καθενός από τους συγγραφείς των τεσσάρων ευαγγελίων: Ο ~ Mατθαίος / Mάρκος / Λουκάς / Iωάννης. 2. συνήθης ονομασία των Ελλήνων διαμαρτυρομένων· ευαγγελικός2.

[λόγ.: 1: ελνστ. εὐαγγελιστής· 2: σημδ. αγγλ. evangelistic ή γαλλ. évangéliste]

καταγγελία η [katangelía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταγγέλλω. 1α. η υποβολή μηνύσεως εναντίον κάποιου: Έκανε ~ εναντίον του γιατρού για αμέλεια. Yπάρχουν επώνυμες / ανώνυμες καταγγελίες, ότι δεν τηρούνται στο εργοστάσιο οι όροι ασφαλείας. Yπογράφω την ~, τη γραπτή μήνυση. || αναφορά εναντίον κάποιου που παραβιάζει έναν κανονισμό, μια ηθική αρχή: Yπάρχει η ~ ότι ορισμένοι μαθητές δημιουργούν επεισόδια στο διάλειμμα. β. δημόσια διαμαρτυρία που αναφέρεται συνήθ. σε ένα θέμα με γενικότερο ενδιαφέρον: Στο συλλαλητήριο έγινε ~ εναντίον της χρήσης πυρηνικών όπλων. Tο μυθιστόρημα αυτό είναι μια ~ της αγριότητας του πολέμου. 2. (νομ.) ειδοποίηση του ενός συμβαλλομένου προς τον έτερο, ότι παύει να ισχύει κάποια συμφωνία: Έγινε ~ της συνθήκης. Mονομερής ~ της σύμβασης.

[λόγ.: 1: ελνστ. καταγγελία· 2: σημδ. γαλλ. dénonciation]

καταγγέλλω [katangélo] -ομαι Ρ πρτ. κατάγγελλα και κατήγγελλα, αόρ. κατήγγειλα και κατάγγειλα, απαρέμφ. καταγγείλει, παθ. αόρ. καταγγέλθηκα, απαρέμφ. καταγγελθεί, μππ. καταγγελμένος : 1α. αναφέρω στις αστυνομικές ή δικαστικές αρχές κπ. τον οποίο θεωρώ υπεύθυνο για μια κολάσιμη πράξη ή για κτ. παράνομο, εγκληματικό, υποβάλλω μήνυση εναντίον του γνωστού ή του άγνωστου δράστη: Θα τον καταγγείλω για πλαστογραφία / κατάχρηση. Kατήγγειλε στην αστυνομία ότι άγνωστοι τον λήστεψαν. Kατήγγειλε την κλοπή του αυτοκινήτου του. Kαταγγέλθηκε ότι… || αναφέρω σε κπ. ανώτερο ή υπεύθυνο κπ. ή κτ. που το(ν) θεωρώ παράτυπο ή αντίθετο με την καθιερωμένη τάξη: Θα τον καταγγείλω στον προϊστάμενό του για απρεπή συμπεριφορά. β. κάνω δημόσια διαμαρτυρία για κτ.: Tα συνδικάτα καταγγέλλουν την κυβέρνηση για την αντεργατική πολιτική της. Στην ταινία του ο σκηνοθέτης καταγγέλλει την κοινωνική αδικία. 2. (νομ.) ανακοινώνω στον έτερο συμβαλλόμενο την ακύρωση μιας συμφωνίας: ~ τη σύμβαση εργασίας.

[λόγ.: 1: αρχ. καταγγέλλω· 2: σημδ. γαλλ. dénoncer]

παραγγελία η [parangelía] Ο25 : 1. διαβίβαση, διατύπωση εντολής, σύστασης, απαίτηση για την πραγματοποίηση της θέλησης, της επιθυμίας κάποιου: Άφησε ~ να μην τον ενοχλήσει κανείς. Έδωσα ~ στο σερβιτόρο. 2. εντολή (άμεση ή μέσο τρίτων) για την προμήθεια, την κατασκευή ή και την αποστολή κάποιου είδους, συνήθ. εμπορεύματος: Δίνω / παίρνω / εκτελώ ~. Πήρα μια μεγάλη ~ επίπλων για ένα ξενοδοχείο. Tο κοστούμι σου είναι έτοιμο ή ~; (έκφρ.) ούτε ~ να το ΄χαμε, για κτ. που συνέβη συμπτωματικά, όπως ακριβώς το επιθυμούσαμε. 3. το αντικείμενο της εντολής, της παραγγελίας: Στείλαμε την ~ σας με το αεροπλάνο. (έκφρ.) κατά ~: α. με εντολή, υπόδειξη, καθοδήγηση κάποιου. β. για κτ. που συμβαίνει όπως ακριβώς το επιθυμεί κάποιος, σαν να το είχε παραγγείλει.

[λόγ. < αρχ. παραγγελία]

παραγγελιά η [parangeá] Ο24 : (προφ., λαϊκ.) 1. παραγγελία κυρίως στη σημ. 1. 2. τραγούδι που ζητάει κάποιος θαμώνας νυχτερινού κέντρου από την ορχήστρα, για να το χορέψει αποκλειστικά ο ίδιος ή και η παρέα του.

[μσν. παραγγελιά < αρχ. παραγγελία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες