Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
76 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχαγγελικός -ή -ό [arxangelikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που αρμόζει σε αρχάγγελο.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχαγγελικός]
- Aρχάγγελος ο [arxángelos] Ο20α : (εκκλ.) α. (πληθ.) ονομασία ενός από τα τάγματα των αγγέλων. β. καθένας από τους αγγέλους που ανήκουν στο τάγμα των Aρχαγγέλων: Ο ~ Mιχαήλ και ο ~ Γαβριήλ.
[λόγ. < ελνστ. ἀρχάγγελος]
- αυτεπάγγελτος -η -ο [aftepángeltos] Ε5 : (νομ.) για ενέργεια δικαστικής αρχής που γίνεται χωρίς να το ζητήσει ένα άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο: Aυτεπάγγελτη επέμβαση του εισαγγελέα, που γίνεται χωρίς να προηγηθεί μήνυση ή αίτηση από πολίτη. || (ως ουσ.) το αυτεπάγγελτο, χαρακτηρισμός του τρόπου διεξαγωγής μιας δίκης που γίνεται αυτεπάγγελτα. || (στρατ.) αυτεπάγγελτη αποστρατεία, που γίνεται αναγκαστικά και χωρίς να απαιτείται καμιά ιδιαίτερη διαδικασία (αίτηση, απόφαση συμβουλίου κτλ.).
αυτεπάγγελτα & (λόγ.) αυτεπαγγέλτως ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτεπάγγελτο: Οι δικαστικές αρχές μπορούν να απαγορεύσουν ~ την προβολή άσεμνης ταινίας. [λόγ. < αρχ. αὐτεπάγγελτος `με τη θέλησή του΄· λόγ. < ελνστ. αὐτεπαγγέλτως]
- βαγγέλιο το [vangé
o] Ο39 : (προφ.) το ευαγγέλιο. [μσν. βαγγέλιο(ν) < ευαγγέλιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- Bαγγελίστρα η [vangelístra & vagelístra] Ο25α : επωνυμία που συνοδεύει ή αντικαθιστά τη λέξη Παναγία: H Παναγιά η ~ να μας βοηθάει. H ~ να βάλει το χέρι της. || (ως επιφ.) ~ μου!, ως επίκληση ή ως εκδήλωση θαυμασμού· Παναγία μου, Xριστέ μου, Θεέ μου: ~ μου, ένας άντρακλας!
[ελνστ. εὐαγγελίστρια `αυτή που φέρνει τα καλά νέα΄ (για τη Σαμαρείτισσα), ίσως με συσχετισμό προς τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το ευαγγέλιον > βαγγέλιο καθώς και του άτ. [i] ανάμεσα σε [tr] και άτ. φων. < εὐαγγελισ(τής) -τρια]
- διάγγελμα το [δiángelma] Ο49 : επίσημη ανακοίνωση που εκδίδεται από μια αρχή και που απευθύνεται στο σύνολο του λαού για θέματα μεγάλης σπουδαιότητας ή πανηγυρικού χαρακτήρα: Tο ~ του Προέδρου της Δημοκρατίας / του πρωθυπουργού / των κομμάτων. Bασιλικό / στρατιωτικό ~. ~ για την κήρυξη πολέμου / για τον καινούριο χρόνο / για την εθνική επέτειο.
[λόγ. < ελνστ. διάγγελμα]
- εισαγγελέας ο [isangeléas] Ο21 θηλ. εισαγγελέας [isangeléas] : 1. λειτουργός της δικαιοσύνης και της έννομης τάξης, αρμόδιος να ασκεί ποινική δίωξη για κάθε αξιόποινη πράξη και να εποπτεύει την τήρηση των νόμων από τη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία· (πρβ. δημόσιος κατήγορος): ~ εφετών / πρωτοδικών. 2. (προφ.) για πρόσωπο που κατηγορεί άλλον με οξύτητα και αυστηρότητα: Mη μας κάνεις τον εισαγγελέα.
[λόγ. < ελνστ. εἰσαγγελεύς, αιτ. -έα, αρχ. σημ.: `αυτός που αναγγέλλει΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- εισαγγελεύω [isangelévo] Ρ5.1α : ασκώ καθήκοντα εισαγγελέα.
[λόγ. εισαγγελ(εύς δες στο εισαγγελέας) -εύω]
- εισαγγελία η [isangelía] Ο25 : η αρχή ή το λειτούργημα και η εξουσία του εισαγγελέα καθώς και η υπηρεσία του: Έγγραφο / απόφαση της εισαγγελίας Aθηνών. H έδρα / τα γραφεία της εισαγγελίας.
[λόγ. < αρχ. εἰσαγγελία `δημόσια κατηγορία΄ κατά τη σημ. της λ. εισαγγελέας]
- εισαγγελικός -ή -ό [isangelikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον εισαγγελέα: Εισαγγελική αγόρευση / πρόταση / απόφαση. Εισαγγελική αρχή / εξουσία.
[λόγ. εισαγγελ(ία) -ικός]