Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
47 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -άδι [áδi] : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων: 1α. κυρίως από επίθετα· το παράγωγο συγκεκριμένο ουσιαστικό, μέσα στη δική του ιδιαίτερη σημασία, εμπεριέχει το βασικό χαρακτηριστικό της λέξης από την οποία παράγεται (χρώμα, μέγεθος κτλ.): (κόκκινος) κοκκινάδι, (μαύρος) μαυράδι, (χοντρός) χοντράδι. β. από ουσιαστικά· δημιουργεί δεύτερο τύπο της πρωτότυπης λέξης με ίδια ή διαφορετική χρήση, σημασία, επίπεδο κτλ.: (κρόκος) κροκάδι, (πέτρα) πετράδι. 2. (λαϊκότρ.) από ρήματα· χωρίς να σχηματίζει σειρά παραγώγων, εντούτοις δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος ή ό,τι απέμεινε από την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα· (συχνά πρόκειται για σύνθετα· βλ. απο-3)· (πρβ. -ίδι, -άρι 3, -ούδι 2): απολειφάδι, απομεινάδι· (υφαίνω) υφάδι.
[ελνστ. υποκορ. επίθημα -άδιον από ουσ. με θ. σε -αδ- και προσθήκη του υποκορ. -ιον: αρχ. λιβαδ- (λιβάς) `πηγή΄ > ελνστ. λιβάδ-ιον `λιβάδι΄ και επέκτ. σε άλλα ουσ.: ελνστ. σημ-άδιον `σημάδι΄, μσν. πετρ-άδιον `μικρή πέτρα, πετράδι΄, τελικά με απώλεια της υποκορ. σημ.: μσν. ασπρ-άδι]
- αδερφομοιράδι το [aδerfomiráδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) το αδερφομοίρι.
[αδερφο- + μοιράδι (πρβ. μσν. αδελφομεράδι)]
- αλφάδι το [alfáδi] Ο44 : εργαλείο με το οποίο γίνεται το αλφάδιασμα: Είδη αλφαδιών. Tο ~ του χτίστη / μαραγκού / επιπλοποιού / τοπογράφου.
[μσν. αλφάδιον υποκορ. του άλφ(α) -άδιον (από την ομοιότητα του σχήματος)]
- αμπελοκλάδι το [ambelokláδi] Ο44 : 1.κλαδί από κλήμα. 2. ονομασία παρασιτικών φυτών που φύονται σε αμπέλι.
[μσν. αμπελοκλάδι < αμπελο- + κλαδ(ί) -ι]
- απολειφάδι το [apolifáδi] Ο44 : 1.(λογοτ.) μικρό υπόλειμμα από κτ. που χρησιμοποιήθηκε, που καταναλώθηκε· απομεινάρι: ~ σαπουνιού / φαγητού. Έριξε τα απολειφάδια του φαγητού στις γάτες. 2. (μτφ., μειωτ.) α. για άνθρωπο ιδιαίτερα μικρόσωμο, αδύνατο, καχεκτικό: ~ ανθρώπου / γυναίκας. β. για οτιδήποτε ασήμαντο ή ανάξιο λόγου: Mην ασχολείσαι με απολειφάδια.
[απ(ο)- αλείφ(ω) -άδι με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο- (πρβ. ελνστ. ή μσν. ἀλείφιον `υλικό για επάλειψη΄)]
- ασκημάδι το [askimáδi] Ο44 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ελάττωμα.
[άσκημ(ος) -άδι]
- ασπράδι το [aspráδi] Ο44 : 1.το λεύκωμα του αυγού, το άσπρο υδαρές περίβλημα μέσα στο οποίο υπάρχει ο κρόκος. 2. (οικ.) ο άσπρος αδιαφανής χιτώνας του βολβού του ματιού. ΦΡ κοιτάζω κπ. με το ~ του ματιού μου, λοξά, καχύποπτα ή υποτιμητικά. 3. άσπρο σημάδι, στίγμα.
ασπραδάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 3. [μσν. ασπράδι < άσπρ(ος) -άδι]
- αχλάδι το [axláδi] Ο44 : ο καρπός της αχλαδιάς, φρούτο με σαρκώδες περίβλημα, μικρούς σπόρους και ωοειδές σχήμα που συνήθ. στενεύει προς το κοτσάνι· απίδι: ~ άγουρο / ώριμο / γλυκό / στυφό / ζουμερό. Aχλάδια βουτυράτα. Οι κοντούλες είναι ένα είδος αχλαδιών. (λόγ. έκφρ.) μεταξύ τυρού* και αχλαδίου / αχλαδιού.
αχλαδάκι το YΠΟKΟΡ. αχλάδα η MΕΓΕΘ. ΦΡ πίσω έχει η ~ την ουρά, λέγεται με ελαφρά απειλητικό τόνο και δηλώνει ότι οι δυσκολίες θα παρουσιαστούν αργότερα ή στο τέλος. [μσν. *αχλάδιον υποκορ. του αχλάδα < ελνστ. ἀχλάς, ἡ αιτ. -άδα `είδος άγριου αχλαδιού΄ (αρχ. ἀχράς)· μσν. αχλάδα που θεωρήθηκε μεγεθ. σε αντίθεση προς το αχλάδι]
- γελάδι το [jeláδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) γενική ονομασία για αγελάδα, βόδι, ταύρο χωρίς διάκριση φύλου, συνήθ. στον πληθ.: Έχει πολλά γελάδια.
[μσν. γελάδιν < αγελάδιν (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο στον πληθ. και ανασυλλ.: [ta-aj > taj > t-aj] ) υποκορ. του αγελάδ(α) -ι(ο)ν]
- γλυκάδι το [γlikáδi] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) το ξίδι. 2. (συνήθ. πληθ.) σε σφάγια, διάφοροι αδένες και κυρίως οι αδένες του παγκρέατος και του λαιμού.
[μσν. γλυκάδιν < ελνστ. γλυκάδιον υποκορ. του αρχ. επιθ. γλυκύς (ευφ.)]