Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ων -ων -ον [on] αρσ. και θηλ. γεν. -ονος, αιτ. -ονα, πληθ. -ονες, γεν. -όνων, αιτ. -ονες, ουδ. γεν. -ονος, πληθ. -ονα, γεν. -όνων : κατάληξη λόγιων τριγενών και δικατάληκτων επιθέτων· μέσα στην πρόταση λειτουργούν συνήθ. σε θέση κατηγορουμένου ή ουσιαστικού: αγνώμων, αλλόφρων, ισχυρογνώμων, μετριόφρων, σώφρων· συχνά μεταπλάθονται για να προσαρμοστούν στη μορφολογία της νέας ελληνικής: I. το αρσενικό γένος: 1. μεταπλασμός σε -ονας, στην περίπτωση που η αποδιδόμενη από το επίθετο ιδιότητα αφορά πρόσωπο: βασιλόφρονας, εθνικόφρονας, ισχυρογνώμονας, μετριόφρονας. 2. μεταπλασμός σε -ονος, κυρίως στην περίπτωση που η αποδιδόμενη από τα επίθετα ιδιότητα δεν αφορά πρόσωπο, χωρίς να αποκλείονται και αναλογικοί σχηματισμοί αυτών των επιθέτων σύμφωνα με την απλοποίηση σε -ονας: ατέρμονος, επίμονος. II. το θηλυκό γένος: μεταπλασμός σε -ονη με επικρατέστερη προς το παρόν τη χρήση του λόγιου τύπου σε -ων: αλλόφρονη, ευγνώμονη, ατέρμονη. III. το ουδέτερο γένος: μεταπλασμός σε -ονο με επικρατέστερη προς το παρόν τη χρήση του λόγιου τύπου σε -ον: ατέρμονο. || σε ορισμένες περιπτώσεις το λόγιο ουδέτερο σε -ον ανεβάζει τον τόνο στην προπαραλήγουσα: ο ευδαίμων, η ευδαίμων, το εύδαιμον.
[λόγ. < αρχ. κατάληξη επιθέτων -ων: αρχ. σώφρ-ων· -ονας: μεταπλ. με βά ση την αιτ. για προσαρμ. στη δημοτ.· -ονος: μεταπλ. κατά τα επίθ. σε -ος για προσαρμ. στη δημοτ.]