Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωχροκίτρινος -η -ο [oxrokítrinos] Ε5 : που έχει χρώμα κίτρινο με απόχρωση προς το ωχρό.
[λόγ. ωχρο- + κίτρινος μτφρδ. γαλλ. jaune d΄ochre]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. ωχρο- + κίτρινος μτφρδ. γαλλ. jaune d΄ochre]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |