Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σύνοδος 1 η [sínoδos] Ο36 : 1.συνέλευση μητροπολιτών και επισκόπων που συγκαλείται με σκοπό την επίλυση εκκλησιαστικών ζητημάτων: Οικουμενική* Σύνοδος. Iερά Σύνοδος. Iερά Σύνοδος της Iεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή που αποτελείται από τους αρχιερείς και προεδρεύεται από τον αρχιεπίσκοπο. || στην καθολική εκκλησία, συνέλευση των καρδιναλίων υπό την προεδρία του πάπα. 2α. το σύνολο των συνεδριάσεων μιας ετήσιας περιόδου της βουλής. || το χρονικό διάστημα ανάμεσα στην έναρξη και στη λήξη των εργασιών μιας συνόδου. β. σύσκεψη αντιπροσωπευτικού οργάνου ενός διεθνούς οργανισμού ή ενός κόμματος, που συνέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα: H ~ κορυφής των υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. H εαρινή ~ του NATΟ.
[λόγ.: 2: αρχ. σύνοδος `συνέλευση΄· 1: ελνστ. σημ.]