Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σόλοικος -η -ο [sólikos] Ε5 : 1. για προφορικό ή για γραπτό λόγο που παρουσιάζει συντακτικά λάθη. || για κπ. που κάνει συντακτικά λάθη. 2. (μτφ.) για κτ. που θεωρείται ανάρμοστο ή απρεπές: Είναι σόλοικο να πας χωρίς τη γυναίκα σου. Είναι λιγάκι σόλοικο, δε νομίζεις;
[λόγ. < αρχ. σόλοικος < Σόλοι πόλη της Κιλικίας, όπου η ελληνική μιλιόταν με ξένες επιδράσεις]