Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ρηξικέλευθος -η -ο"
1 εγγραφή
ρηξικέλευθος -η -ο [riksikélefθos] Ε5 : (λόγ.) που με τόλμη επιχειρεί κτ. νέο, ανοίγει ένα νέο δρόμο· (πρβ. νεωτεριστής, καινοτόμος): H σύγχρονη επιστημονική μεθοδολογία, όσο κι αν είναι ρηξικέλευθη, έχει τις ρίζες της σε προγενέστερες θεωρητικές δομές.

[λόγ. < ελνστ. ῥηξικέλευθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες