Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "παρασύνθετος -η -ο"
1 εγγραφή
παρασύνθετος -η -ο [parasínθetos] Ε5 : (γραμμ.) που παράγεται από σύνθετες λέξεις: H λέξη “καλωσόρισμα” είναι παρασύνθετη, γιατί παράγεται από τη σύνθετη “καλωσορίζω”. || (ως ουσ.) τα παρασύνθετα, οι παρασύνθετες λέξεις.

[λόγ. < ελνστ. παρασύνθετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες