Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρασύνθετος -η -ο [parasínθetos] Ε5 : (γραμμ.) που παράγεται από σύνθετες λέξεις: H λέξη “καλωσόρισμα” είναι παρασύνθετη, γιατί παράγεται από τη σύνθετη “καλωσορίζω”. || (ως ουσ.) τα παρασύνθετα, οι παρασύνθετες λέξεις.
[λόγ. < ελνστ. παρασύνθετος]