Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάροδος 1 η [pároδos] Ο36 : I. μικρός δευτερεύων δρόμος που οδηγεί σε άλλο μεγαλύτερο και κυριότερο: Λίγο πριν φτάσει στο τέρμα έστριψε σε μια πάροδο και χάθηκε. II. καθεμία από τις δύο πλάγιες εισόδους στην ορχήστρα αρχαίου θεάτρου και συνεκδοχικά η πρώτη είσοδος του χορού στην ορχήστρα καθώς και το πρώτο χορικό άσμα που έψαλλε ο χορός κατά την είσοδό του από την πάροδο.
[λόγ. < αρχ. πάροδος]