Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "πάλλευκος -η -ο"
1 εγγραφή
πάλλευκος -η -ο [pálefkos] Ε5 : ολόλευκος, κατάλευκος.

[λόγ. < αρχ. πάλλευκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες