Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ομόηχος -η -ο [omóixos] Ε5 : (γραμμ.) ιδίως στον όρο ομόηχες λέξεις, που έχουν ίδια προφορά αλλά διαφορετική σημασία· ομώνυμος· (πρβ. ομόγραφος): Οι λέξεις “ψηλός” και “ψιλός” είναι ομόηχες. || (ως ουσ.) τα ομόηχα, οι ομόηχες λέξεις.
[λόγ. < ελνστ. ὁμόηχος `που ηχεί από κοινού΄]