Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυβισμός 2 ο : τεχνοτροπία των εικαστικών τεχνών η οποία εμφανίζεται στις αρχές του 20ού αι. και σύμφωνα με την οποία αντικείμενα, τοπία και άνθρωποι αναλύονται στις γεωμετρικές φόρμες τους και απεικονίζονται σαν πολύπλευρα ή πολυεδρικά γεωμετρικά στερεά.
[λόγ. < γαλλ. cubisme < cub(e) < αρχ. κύβ(ος) -isme = -ισμός]