Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάθοδος 1 η [káθoδos] Ο36 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατεβαίνω. I1. ANT άνοδος 1. α. (λόγ.) μετακίνηση από υψηλότερο σε χαμηλότερο μέρος· κατέβασμα: Kατά την κάθοδο των μαθητών δημιουργείται συνωστισμός στις σκάλες. H ~ από τα πολυώροφα κτίρια διευκολύνεται με τον ανελκυστήρα. Mην εμποδίζετε την κάθοδο. || η αποβίβαση από ένα συγκοινωνιακό μέσο: H ~ επιτρέπεται από τη μεσαία και από την μπροστινή πόρτα. H μεσαία πόρτα είναι άνοδος και ~, χρησιμοποιείται για την άνοδο και για την κάθοδο. Θύρα καθόδου. β. χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος, π.χ σκάλα, κεκλιμένο επίπεδο κτλ., από το οποίο μπορεί κάποιος να κατεβεί. 2. ANT άνοδος 1. α. μετάβαση από τα μεσόγεια προς τα παράλια ή από τα βόρεια προς τα νότια: H ~ από τα βόρεια προάστια στο κέντρο της πόλης είναι δύσκολη τις ώρες της μεγάλης κυκλοφορίας. || (ιστ.) μετανάστευση, μετακίνηση: H ~ των Δωριέων. H ~ των μυρίων, και πειραχτικά, για μαζική μετακίνηση ανθρώπων προς παραθαλάσσιες συνήθ. περιοχές. β. μονόδρομος στον οποίο κινούνται αυτοκίνητα που κατευθύνονται είτε προς τα χαμηλότερα τμήματα της πόλεως είτε από την περιφέρεια προς το κέντρο: H οδός (τάδε) είναι μόνο ~, ενώ η οδός (δείνα) είναι μόνο άνοδος. 3. (ναυτ., πληθ.) καθένα από τα ανοίγματα που βρίσκονται στο κατάστρωμα του πλοίου, για την επικοινωνία με το κύτος και για τον αερισμό του. II. συμμετοχή σε εκλογική αναμέτρηση: Aποφασίστηκε η αυτοδύναμη ~ του κόμματος της αριστεράς στις εκλογές. Ο τάδε πολιτικός ματαίωσε την κάθοδό του στις προσεχείς εκλογές.
[λόγ. < αρχ. κάθοδος (στη σημ. Ι)]