Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ισχνός -ή -ό"
1 εγγραφή
ισχνός -ή -ό [isxnós] Ε1 : 1. (για άνθρ. και ζώο ή μέλος του σώματός τους) που έχει λίγη σάρκα· λιπόσαρκος, αδύνατος, αχαμνός: Iσχνό σώμα / χέρι. Iσχνό ασκητικό πρόσωπο. ΦΡ η εποχή / η περίοδος των ισχνών αγελάδων*. 2. (μτφ.) α. πολύ λίγος, ελάχιστος, πενιχρός: ~ μισθός. Iσχνά αποτελέσματα. Iσχνό βαλάντιο, φτωχό. β. αδύναμος: Iσχνά επιχειρήματα. Iσχνή φωνούλα.

[λόγ. < αρχ. ἰσχνός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες