Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ευάλωτος -η -ο [eválotos] Ε5 : 1.(για τόπο) που εύκολα μπορεί να κυριευτεί ή γενικά να υποστεί στρατιωτική επίθεση: Ευάλωτη πόλη. Ευάλωτο φρούριο. Οι πειρατές χτυπούσαν τα νησιά που ήταν πιο ευάλωτα. 2. (μτφ.) που εύκολα μπορεί να υποστεί επίθεση, να πάθει ορισμένο κακό, να κινδυνέψει ή να παρασυρθεί: Οι διαφωνίες μεταξύ των υπουργών κάνουν ευάλωτη την κυβέρνηση. Ευάλωτο επιχείρημα, που εύκολα αντιμετωπίζεται. H νεολαία είναι ευάλωτη στα ναρκωτικά. Έτσι που χτίστηκε η πόλη είναι ευάλωτη σε έναν ισχυρό σεισμό.
[λόγ. < αρχ. εὐάλωτος]