Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- διαδικαστικός -ή -ό [δiaδikastikós] Ε1 : που αναφέρεται στη διαδικασία ή που έχει σχέση με αυτήν: Διαδικαστικές πράξεις. Διαδικαστικά έγγραφα. Διαδικαστικές διαφωνίες / προτάσεις.
διαδικαστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. διαδικασ(ία) -τικός μτφρδ. γαλλ. procédural]