Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "διάμεσος -η -ο"
1 εγγραφή
διάμεσος -η -ο [δiámesos] Ε5 : 1. ενδιάμεσος: Tο διάμεσο κενό, διάκενο. Tα διάμεσα στρώματα του εδάφους. || (ανατ.): Ο ~ εγκέφαλος. Διάμεσο νεύρο. || (γραμμ.) Διάμεσο ρήμα, που δηλώνει ότι το υποκείμενο ενεργεί μέσο κάποιου άλλου. || (φιλοσ.) Διάμεση γνώση, αυτή που αποκτάται μέσο μιας συλλογιστικής διαδικασίας. 2. (ως ουσ.) α. ο διάμεσος, ο μεσολαβητής. β. το διάμεσο: β1. το μέντιουμ. β2. ο ενδιάμεσος και σχετικά μικρός κενός ή ελεύθερος χώρος, το διάκενο. β3. (μουσ.) το ιντερμέτζο.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουσ. (πληθ.) οἱ διάμεσοι `αυτοί που βρίσκονται ανάμεσα, η μέση τάξη΄ σημδ. γαλλ. intermédiaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες