Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "δίοδος 1"
1 εγγραφή
δίοδος 1 η [δíoδos] Ο36 : 1. κίνηση μέσα από ένα στενό ή οριοθετημένο χώρο: Aπαγορεύεται η ~, διέλευση. H ~ ηλεκτρικού ρεύματος μέσα από αγωγούς. 2. δρόμος ή διάδρομος που οδηγεί από ένα σημείο σε άλλο· πέρασμα: Aνάμεσα στα δύο βουνά υπάρχει μια στενή ~. Tο οικόπεδο πρέπει να έχει δίοδο προς το δρόμο.

[λόγ. < αρχ. δίοδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες