Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γιατί 2 μόριο ερωτ. : 1. εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις· για ποιο λόγο, ποιος είναι ο λόγος που: ~ δεν ήρθες; ~ το ΄βαλες στα πόδια; Mας ρώτησε ~ δεν τον καλέσαμε. || με περισσότερη έμφαση: Nα ~ είναι τόσο καλοστεκούμενος· γιατί ασκείται καθημερινά. Nα ~ όλοι τον αγαπούν· γιατί
2. απολύτως, όταν ο ομιλητής ζητά κάποια εξήγηση για μια απαίτηση, επιθυμία, προσταγή κτλ. που του απευθύνουν ή για μια κατάσταση κατά τη γνώμη του ανεξήγητη ή παράλογη: Στάσου ακίνητος! -~;, για ποιο λόγο; Εσύ θα μείνεις εδώ. -~;, γιατί να μείνω εδώ; ~ όλα αυτά;, για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά;
[μσν. γιατί < διατί < φρ. διά τι [δia tí] με εξέλ. [δiatí > jatí] : δες στο για 1]