Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "γιατί 1"
1 εγγραφή
γιατί 1 [jatí] σύνδ. αιτιολ. : I. εισάγει δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις· επειδή. 1. δικαιολογεί πρόταση ή γενικά πράξη που προηγείται: Δεν ήρθε, ~ μετάνιωσε. Πάρε μαζί σου ομπρέλα, ~ μάλλον θα βρέξει. || επεξηγεί τα προηγούμενα: Nα γιατί τον αγαπώ· ~ είναι πάντα πρόθυμος και γελαστός. Ξέρεις γιατί δεν ήρθαν; ~ δεν ήθελαν να τον συναντήσουν. || για περισσότερη έμφαση, μόνο και μόνο ~: Ήρθα μόνο και μόνο ~ ήθελα να σας δω. 2. παρενθετικά για να δικαιολογήσει κτ. που εννοείται: Tρέξτε όλοι σας, Ελένη, Mαρία, ~ ακόμη δε σας ξέρω όλους, να βοηθήσετε. 3. ύστερα από φράση προσταγής και με εννοούμενη υποθετική πρόταση: Φύγε, ~ σε σκότωσα, γιατί αν δε φύγεις θα σε σκοτώσω. Δρόμο, ~ αλλιώς θα μας προλάβουν. II. στη θέση παρατακτικού συνδέσμου ύστερα από τελεία, άνω τελεία ή ερωτηματικό: Θα μείνει μόνος και αβοήθητος. ~ βέβαια δε βρίσκει κανείς εύκολα ανθρώπους σαν εμάς. III. (ως ουσ.) το γιατί, ο λόγος, η αιτία: Άργησα, άκουσε όμως το ~, το λόγο, την αιτία. Tα ~ και τα διότι.

[μσν. γιατί < διατί < ερωτ. διατί με εξέλ. κατά το διατί > γιατί 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες