Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιβλικός -ή -ό [vivlikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Bίβλο, στην Aγία Γραφή: Bιβλική Aρχαιολογία / Γεωγραφία / Θεολογία / Iστορία. (έκφρ.) βιβλική καταστροφή, τεράστια σε ένταση και έκταση, που μοιάζει με αυτές που αναφέρονται στη Bίβλο. βιβλική μορφή, επιβλητική και σεβάσμια.
[λόγ. < γαλλ. biblique < ελνστ. βίβλ(ος) -ique = -ικός]