Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυθύπαρκτος -η -ο [afθíparktos] Ε5 : που έχει δική του ανεξάρτητη και αυτοτελή ύπαρξη, που δεν οφείλει την ύπαρξή του σε άλλον· αυθυπόστατος.
[λόγ. < μσν. αυθύπαρκτος < αυθ- (δες αυτο-) + αρχ. ὑπαρκ- (ὑπάρχω) -τος]