Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αυθύπαρκτος -η -ο"
1 εγγραφή
αυθύπαρκτος -η -ο [afθíparktos] Ε5 : που έχει δική του ανεξάρτητη και αυτοτελή ύπαρξη, που δεν οφείλει την ύπαρξή του σε άλλον· αυθυπόστατος.

[λόγ. < μσν. αυθύπαρκτος < αυθ- (δες αυτο-) + αρχ. ὑπαρκ- (ὑπάρχω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες