Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαρέγκλιτος -η -ο [aparéŋglitos] Ε5 : (λόγ.) που δεν παρεκκλίνει από την πορεία του, που δε μεταβάλλει στάση· σταθερός: H απαρέγκλιτη τήρηση του νόμου.
απαρεγκλίτως & απαρέγκλιτα ΕΠIΡΡ: Πρέπει ~ να ακολουθήσεις αυτή τη δίαιτα. [λόγ. < ελνστ. ἀπαρέγκλιτος, ἀπαρεγκλίτως]