Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αοίδιμος -η -ο"
1 εγγραφή
αοίδιμος -ος / -η -ο [aíδimos] Ε17 : (λόγ.) αείμνηστος, συνήθ. σε επικήδειο λόγο ως προσφώνηση ή ως αναφορά σε προκείμενο νεκρό.

[λόγ. < αρχ. ἀοίδιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες